Anonymous

τιμωρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> protecteur, défenseur;<br /><b>2</b> vengeur : τινος, τινι de qqn ; τινί τινος qui venge qqn d'un crime commis contre lui.<br />'''Étymologie:''' contr. p. τιμάορος de [[τιμή]], [[αἴρω]].
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> protecteur, défenseur;<br /><b>2</b> vengeur : τινος, τινι de qqn ; τινί τινος qui venge qqn d'un crime commis contre lui.<br />'''Étymologie:''' contr. p. τιμάορος de [[τιμή]], [[αἴρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τῑμωρός:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[τιμήορος|τῑμήορος]], дор. [[τιμάορος|τῑμάορος]] 2 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[карающий]], [[мстящий]] ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[взывающий к мщению]], [[мстительный]] ([[λόγος]] Her.).<br /><b class="num">II</b> ион. [[τιμήορος|τῑμήορος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[заступник]], [[защитник]], [[хранитель]], Aesch., Her. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[мститель]], [[каратель]]: τ. τινος Aesch., Soph., Thuc. мститель за кого-л., Soph., Plat. каратель чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[исполнитель кары]], [[палач]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῑμωρός:''' -όν, συνηρ. από το τιμ-άορος ([[τιμή]], [[ἀείρω]])· [[φύλακας]] της [[τιμής]]· και ομοίως,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βοηθάει, που συντρέχει, και ως ουσ., [[βοηθός]], [[επίκουρος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>τὸν ἐμὸν τιμάορον</i>, τον προστάτη μου θεό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βοηθάει κάποιον που έχει αδικηθεί, αυτός που εκδικείται, και ως ουσ., [[εκδικητής]], στον ίδ., σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., αυτός που βοηθάει κάποιον να εκδικηθεί για κάποιο [[πράγμα]], σε Σοφ.· [[λόγος]] [[τιμωρός]], [[έκκληση]] ή [[αιτία]] εκδίκησης, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τῑμωρός:''' -όν, συνηρ. από το τιμ-άορος ([[τιμή]], [[ἀείρω]])· [[φύλακας]] της [[τιμής]]· και ομοίως,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βοηθάει, που συντρέχει, και ως ουσ., [[βοηθός]], [[επίκουρος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>τὸν ἐμὸν τιμάορον</i>, τον προστάτη μου θεό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βοηθάει κάποιον που έχει αδικηθεί, αυτός που εκδικείται, και ως ουσ., [[εκδικητής]], στον ίδ., σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., αυτός που βοηθάει κάποιον να εκδικηθεί για κάποιο [[πράγμα]], σε Σοφ.· [[λόγος]] [[τιμωρός]], [[έκκληση]] ή [[αιτία]] εκδίκησης, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῑμωρός:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[τιμήορος|τῑμήορος]], дор. [[τιμάορος|τῑμάορος]] 2 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[карающий]], [[мстящий]] ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[взывающий к мщению]], [[мстительный]] ([[λόγος]] Her.).<br /><b class="num">II</b> ион. [[τιμήορος|τῑμήορος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[заступник]], [[защитник]], [[хранитель]], Aesch., Her. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[мститель]], [[каратель]]: τ. τινος Aesch., Soph., Thuc. мститель за кого-л., Soph., Plat. каратель чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[исполнитель кары]], [[палач]] Polyb.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj