Anonymous

φωνήεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />qui rend des sons, sonore ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> qui parle, doué de la parole;<br /><b>2</b> qui résonne par soi-même, qui rend un son ; <i>t. de gramm.</i> τὰ φωνήεντα γράμματα <i>ou simpl.</i> τὰ φωνήεντα les lettres qui ont un son par elles-mêmes, <i>càd</i> les voyelles ; τὸ προτακτικὸν φωνῆεν la 1ᵉ voyelle de la diphtongue, τὸ ὑποτακτικὸν φωνῆεν la 2ᵉ voyelle de la diphtongue.<br />'''Étymologie:''' [[φωνή]].
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />qui rend des sons, sonore ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> qui parle, doué de la parole;<br /><b>2</b> qui résonne par soi-même, qui rend un son ; <i>t. de gramm.</i> τὰ φωνήεντα γράμματα <i>ou simpl.</i> τὰ φωνήεντα les lettres qui ont un son par elles-mêmes, <i>càd</i> les voyelles ; τὸ προτακτικὸν φωνῆεν la 1ᵉ voyelle de la diphtongue, τὸ ὑποτακτικὸν φωνῆεν la 2ᵉ voyelle de la diphtongue.<br />'''Étymologie:''' [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''φωνήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[φωνάεις]] (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[одаренный речью]], [[говорящий]] (ζῷα Hes., Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[звучащий]], [[раздающийся]] ([[μέλος]] Pind.): τὰ φωνήεντα (γράμματα) Plat., Plut., Luc. гласные звуки или буквы;<br /><b class="num">3)</b> [[оглашаемый криками]], [[шумный]] (θέατρα Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φωνήεις:''' Δωρ. -άεις <i>[ᾱ]</i>, <i>-εσσα</i>, <i>-εν</i>· ουδ. πληθ. συνηρ. <i>φωνᾱντα:</i><br /><b class="num">1.</b> αυτός που βγάζει [[φωνή]] ή λόγο, [[προικισμένος]] με το λόγο, [[φωνητικός]], σε Ησίοδ., Ευρ.· <i>βέλη</i> (δηλ. <i>ἔπη</i>) [[φωνᾶντα]] συνετοῖσι, [[ομιλία]] προς τους σοφούς, σε Πίνδ.· λέγεται για ζώα, προικισμένα με το λόγο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τραγούδι]], αυτό που ηχεί, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ φωνήεντα</i> (με ή [[χωρίς]] <i>γράμματα</i>), φωνήεντα.
|lsmtext='''φωνήεις:''' Δωρ. -άεις <i>[ᾱ]</i>, <i>-εσσα</i>, <i>-εν</i>· ουδ. πληθ. συνηρ. <i>φωνᾱντα:</i><br /><b class="num">1.</b> αυτός που βγάζει [[φωνή]] ή λόγο, [[προικισμένος]] με το λόγο, [[φωνητικός]], σε Ησίοδ., Ευρ.· <i>βέλη</i> (δηλ. <i>ἔπη</i>) [[φωνᾶντα]] συνετοῖσι, [[ομιλία]] προς τους σοφούς, σε Πίνδ.· λέγεται για ζώα, προικισμένα με το λόγο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τραγούδι]], αυτό που ηχεί, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ φωνήεντα</i> (με ή [[χωρίς]] <i>γράμματα</i>), φωνήεντα.
}}
{{elru
|elrutext='''φωνήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[φωνάεις]] (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[одаренный речью]], [[говорящий]] (ζῷα Hes., Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[звучащий]], [[раздающийся]] ([[μέλος]] Pind.): τὰ φωνήεντα (γράμματα) Plat., Plut., Luc. гласные звуки или буквы;<br /><b class="num">3)</b> [[оглашаемый криками]], [[шумный]] (θέατρα Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj