3,273,681
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> assemblée, <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> assemblée du peuple;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i>, assemblée des dèmes et des tribus;<br /><b>3</b> ἀγοραὶ Πυλάτιδες SOPH le Conseil des Amphictions <i>aux Thermopyles</i>;<br /><b>4</b> assemblée <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> discours devant une assemblée, harangue;<br /><b>III.</b> lieu où l'on se réunit :<br /><b>1</b> place publique ; <i>à Athènes</i>, agora, <i>vaste emplacement planté d'allées de platanes et de peupliers, avec des constructions (palais du sénat, tribunaux, temples, etc.), divisé en quartiers assignés à chaque corporation de marchands</i> ; περὶ <i>ou</i> ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν XÉN vers l'heure où la place est remplie ; ἀγορῆς [[πληθώρη]] HDT l'heure où la place est remplie ; ἀγορῆς [[διάλυσις]] HDT l'heure où l'assemblée est dissoute;<br /><b>2</b> place où siège un tribunal;<br /><b>3</b> lieu de réunion pour les marchands, marché ; [[ἐξ]] ἀγορᾶς ὠνεῖσθαι <i>ou</i> [[πρίασθαι]] rapporter ses emplettes du marché ; [[οἱ]] [[ἐκ]] τῆς ἀγορᾶς les gens du marché, les marchands;<br /><b>4</b> marchandises, denrées du marché ; <i>p. ext.</i> vivres <i>en gén.</i>, provisions;<br /><b>5</b> vente publique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγείρω]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> assemblée, <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> assemblée du peuple;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i>, assemblée des dèmes et des tribus;<br /><b>3</b> ἀγοραὶ Πυλάτιδες SOPH le Conseil des Amphictions <i>aux Thermopyles</i>;<br /><b>4</b> assemblée <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> discours devant une assemblée, harangue;<br /><b>III.</b> lieu où l'on se réunit :<br /><b>1</b> place publique ; <i>à Athènes</i>, agora, <i>vaste emplacement planté d'allées de platanes et de peupliers, avec des constructions (palais du sénat, tribunaux, temples, etc.), divisé en quartiers assignés à chaque corporation de marchands</i> ; περὶ <i>ou</i> ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν XÉN vers l'heure où la place est remplie ; ἀγορῆς [[πληθώρη]] HDT l'heure où la place est remplie ; ἀγορῆς [[διάλυσις]] HDT l'heure où l'assemblée est dissoute;<br /><b>2</b> place où siège un tribunal;<br /><b>3</b> lieu de réunion pour les marchands, marché ; [[ἐξ]] ἀγορᾶς ὠνεῖσθαι <i>ou</i> [[πρίασθαι]] rapporter ses emplettes du marché ; [[οἱ]] [[ἐκ]] τῆς ἀγορᾶς les gens du marché, les marchands;<br /><b>4</b> marchandises, denrées du marché ; <i>p. ext.</i> vivres <i>en gén.</i>, provisions;<br /><b>5</b> vente publique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγείρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγορά:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[народное собрание]] ([[ἀγορήνδε]] καλέσσασθαι или κηρύσσειν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[собрание]], [[совещание]]: ἀγορὰν ποιῆσαι τῶν φυλῶν Aeschin. созвать совещание фил; ἀγοραὶ Πυλάτιδες Soph. собрания амфиктионий (происходившие к сев. от Фермопил, при Антеле);<br /><b class="num">3)</b> [[речь в народном собрании]] (ἀγορὰς ἀγορεύειν Hom.): εἰδὼς ἀγορέων Hom. опытный оратор;<br /><b class="num">4)</b> [[место собраний]], [[городская площадь]]: [[εἰν]] ἀγορῇ κρίνειν θέμιστας Hom. вершить суд на площади; ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ Plat. или περὶ ἀγορὰν πλήθουσαν Xen. в часы наибольшего оживления на площади;<br /><b class="num">5)</b> [[базарная площадь]], [[рынок]], [[торговые ряды]]: ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσθαι или [[πρίασθαι]] Xen. etc. покупать на рынке; οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς Xen. рыночные торговцы; πονηρὸς [[κἀξ]] ἀγοπᾶς Arph. рыночный бродяга, жулик;<br /><b class="num">6)</b> товар, преимущ. продовольствие: ἀ. [[οὐδεμία]] [[παρῆν]] Xen. продовольствия не было; ἀγορὰν παρασκευάζειν или παρέχειν Thuc. доставлять продовольствие; [[σῖτος]], [[οἶνος]] καὶ ἡ ἄλλη ἀ. Arst. хлеб, вино и прочее продовольствие; ἀγορᾶς [[ἀφθονία]] Plut. изобилие съестных припасов. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγορά:''' [ᾰγ], -ᾶς, Ιων. [[ἀγορή]], <i>-ῆς</i>, <i>ἡ</i> ([[ἀγείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[συνάθροιση]], [[συνέλευση]] του λαού, αντίθ. προς το [[συμβούλιο]], τη [[βουλή]] των αρχόντων ([[βουλή]]), σε Όμηρ.· <i>καθίζειν ἀγορήν</i>, [[συγκαλώ]] [[συνέλευση]], αντίθ. προς το <i>λύειν ἀγορήν</i>, τη [[διαλύω]]· [[ἀγορήνδε]] καλέειν, <i>κηρύσσειν</i>, σε Όμηρ.· παρομοίως και <i>ἀγορὰν συνάγειν</i>, <i>συλλέγειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ο [[τόπος]] της συνέλευσης, σε Όμηρ.· δεν χρησίμευε μόνο για συζητήσεις, δίκες και άλλες τέτοιου είδους δημόσιες υποθέσεις, [[αλλά]] επίσης και ως [[τόπος]] αγοραπωλησιών, στους Αττ., (όπως το ρωμαϊκό [[forum]]), [[αλλά]] το να συχνάζει [[κάποιος]] στην [[αγορά]] θεωρούνταν αναξιοπρεπές, πρβλ. [[ἀγοραῖος]].<br /><b class="num">III.</b> [[εργασία]] στην [[ἀγορά]], δημόσια [[αγόρευση]], [[ευγλωττία]], [[χάρισμα]] του λόγου, [[κυρίως]] στον πληθ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">IV.</b> αντικείμενα, προϊόντα που πωλούνται στην [[ἀγορά]], ψώνια, [[παζάρι]], Λατ. [[annona]]· <i>ἀγορὰν παρασκευάζειν</i>, έχω [[αγορά]], [[διατηρώ]] [[κατάστημα]] στην [[αγορά]], σε Θουκ. V χρησιμοποιείται για [[δήλωση]] του χρόνου, <i>ἀγορὰ πλήθουσα</i> ή ἀγορᾶς [[πληθώρη]], το [[χρονικό]] [[διάστημα]] προ [[μεσημβρίας]], [[χρόνος]] κατά τον οποίο η [[αγορά]] ήταν γεμάτη ([[μεταξύ]] της δεκάτης και δωδεκάτης προ [[μεσημβρίας]]), σε Ηρόδ.· αντίθ. προς το ἀγορῆς [[διάλυσις]], ο [[χρόνος]] [[αμέσως]] [[μετά]] το [[μεσημέρι]], [[οπότε]] οι αγοραστές επέστρεφαν στο [[σπίτι]] από την [[αγορά]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀγορά:''' [ᾰγ], -ᾶς, Ιων. [[ἀγορή]], <i>-ῆς</i>, <i>ἡ</i> ([[ἀγείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[συνάθροιση]], [[συνέλευση]] του λαού, αντίθ. προς το [[συμβούλιο]], τη [[βουλή]] των αρχόντων ([[βουλή]]), σε Όμηρ.· <i>καθίζειν ἀγορήν</i>, [[συγκαλώ]] [[συνέλευση]], αντίθ. προς το <i>λύειν ἀγορήν</i>, τη [[διαλύω]]· [[ἀγορήνδε]] καλέειν, <i>κηρύσσειν</i>, σε Όμηρ.· παρομοίως και <i>ἀγορὰν συνάγειν</i>, <i>συλλέγειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ο [[τόπος]] της συνέλευσης, σε Όμηρ.· δεν χρησίμευε μόνο για συζητήσεις, δίκες και άλλες τέτοιου είδους δημόσιες υποθέσεις, [[αλλά]] επίσης και ως [[τόπος]] αγοραπωλησιών, στους Αττ., (όπως το ρωμαϊκό [[forum]]), [[αλλά]] το να συχνάζει [[κάποιος]] στην [[αγορά]] θεωρούνταν αναξιοπρεπές, πρβλ. [[ἀγοραῖος]].<br /><b class="num">III.</b> [[εργασία]] στην [[ἀγορά]], δημόσια [[αγόρευση]], [[ευγλωττία]], [[χάρισμα]] του λόγου, [[κυρίως]] στον πληθ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">IV.</b> αντικείμενα, προϊόντα που πωλούνται στην [[ἀγορά]], ψώνια, [[παζάρι]], Λατ. [[annona]]· <i>ἀγορὰν παρασκευάζειν</i>, έχω [[αγορά]], [[διατηρώ]] [[κατάστημα]] στην [[αγορά]], σε Θουκ. V χρησιμοποιείται για [[δήλωση]] του χρόνου, <i>ἀγορὰ πλήθουσα</i> ή ἀγορᾶς [[πληθώρη]], το [[χρονικό]] [[διάστημα]] προ [[μεσημβρίας]], [[χρόνος]] κατά τον οποίο η [[αγορά]] ήταν γεμάτη ([[μεταξύ]] της δεκάτης και δωδεκάτης προ [[μεσημβρίας]]), σε Ηρόδ.· αντίθ. προς το ἀγορῆς [[διάλυσις]], ο [[χρόνος]] [[αμέσως]] [[μετά]] το [[μεσημέρι]], [[οπότε]] οι αγοραστές επέστρεφαν στο [[σπίτι]] από την [[αγορά]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |