Anonymous

ἀθάνατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>poét.</i> η, ον :<br /><b>1</b> immortel ; qui concerne les immortels;<br /><b>2</b> impérissable, éternel;<br /><b>3</b> [[οἱ]] Ἀθάνατοι les Immortels, <i>corps perse de 10 000 h. d'élite, où chaque soldat, en cas de mort, était remplacé par un successeur désigné d'avance</i> ; Ἀθάνατος [[ἀνήρ]] HDT un immortel, un garde du corps.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[θανεῖν]].
|btext=ος, ον :<br /><i>poét.</i> η, ον :<br /><b>1</b> immortel ; qui concerne les immortels;<br /><b>2</b> impérissable, éternel;<br /><b>3</b> [[οἱ]] Ἀθάνατοι les Immortels, <i>corps perse de 10 000 h. d'élite, où chaque soldat, en cas de mort, était remplacé par un successeur désigné d'avance</i> ; Ἀθάνατος [[ἀνήρ]] HDT un immortel, un garde du corps.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[θανεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθάνᾰτος:''' и 3 (θᾰ) бессмертный, неумирающий, непреходящий, вечный (θεοί Hom., Hes.; [[αἰγίς]], [[κακόν]] Hom.; [[χάρις]] Her.; [[ἀρετή]] Soph.; [[φλόξ]] Arph.; [[σοφία]] Isocr.): ἀ. [[ἀνήρ]] Her. «[[бессмертный]]» (солдат из числа οἱ [[ἀθάνατοι]] 2).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθάνᾰτος:''' -ον, Επικ. επίσης <i>-η</i>, <i>-ον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μη [[θνητός]], [[αθάνατος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀθάνατοι</i>, <i>οἱ</i>, οι αθάνατοι θεοί, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀθάναται ἅλιαι</i>, δηλ. οι θαλασσινές θεότητες, σε Ομήρ. Οδ.· συγκρ. <i>-ώτερος</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για την αθάνατη, αιώνια [[φήμη]], σε Τυρτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίσης, λέγεται για πράγματα, [[αιώνιος]], [[παντοτινός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀθάνατος]] [[θρίξ]], [[τρίχα]] απ' την οποία εξαρτάται, κρέμεται η [[ζωή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> <i>οἱ ἀθάνατοι</i>, οι «αθάνατοι», [[σώμα]] Περσικού στρατού στο οποίο [[κάθε]] [[κενό]] καλυπτόταν [[αμέσως]] από άλλον στρατιώτη ορισμένο εκ των προτέρων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. <i>ἀθανάτως εὕδειν</i>, σε Ανθ. (το <i>ᾱθ-</i> πάντα στο επίθ. και σε όλα τα παράγωγα, βλ. Α, α).
|lsmtext='''ἀθάνᾰτος:''' -ον, Επικ. επίσης <i>-η</i>, <i>-ον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μη [[θνητός]], [[αθάνατος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀθάνατοι</i>, <i>οἱ</i>, οι αθάνατοι θεοί, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀθάναται ἅλιαι</i>, δηλ. οι θαλασσινές θεότητες, σε Ομήρ. Οδ.· συγκρ. <i>-ώτερος</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για την αθάνατη, αιώνια [[φήμη]], σε Τυρτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίσης, λέγεται για πράγματα, [[αιώνιος]], [[παντοτινός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀθάνατος]] [[θρίξ]], [[τρίχα]] απ' την οποία εξαρτάται, κρέμεται η [[ζωή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> <i>οἱ ἀθάνατοι</i>, οι «αθάνατοι», [[σώμα]] Περσικού στρατού στο οποίο [[κάθε]] [[κενό]] καλυπτόταν [[αμέσως]] από άλλον στρατιώτη ορισμένο εκ των προτέρων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. <i>ἀθανάτως εὕδειν</i>, σε Ανθ. (το <i>ᾱθ-</i> πάντα στο επίθ. και σε όλα τα παράγωγα, βλ. Α, α).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθάνᾰτος:''' и 3 (θᾰ) бессмертный, неумирающий, непреходящий, вечный (θεοί Hom., Hes.; [[αἰγίς]], [[κακόν]] Hom.; [[χάρις]] Her.; [[ἀρετή]] Soph.; [[φλόξ]] Arph.; [[σοφία]] Isocr.): ἀ. [[ἀνήρ]] Her. «[[бессмертный]]» (солдат из числа οἱ [[ἀθάνατοι]] 2).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj