3,274,408
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> [[ἀπῆγξα]];<br />étrangler, étouffer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπάγχομαι (<i>ao.</i> ἀπηγξάμην) se pendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἄγχω]]. | |btext=<i>ao.</i> [[ἀπῆγξα]];<br />étrangler, étouffer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπάγχομαι (<i>ao.</i> ἀπηγξάμην) se pendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἄγχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπάγχω:''' (aor. [[ἀπῆγξα]]) удавливать, душить (τινά Hom., Arph.; τινὰ ταῖς χερσίν Plut.; ἑαυτόν Luc.); med. удавливаться Her., Xen., Arph., Arst., Plut., вешаться (ἔκ τινος Aesch., Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπάγχω:''' μέλ. <i>-άγξω</i>, [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· πνίγομαι από την [[οργή]] μου, σε Αριστοφ. — Μέσ. και Παθ., [[απαγχονίζω]] τον εαυτό μου, οδηγούμαι στην [[αγχόνη]], απαγχονίζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· είμαι [[έτοιμος]] να κρεμαστώ, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀπάγχω:''' μέλ. <i>-άγξω</i>, [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· πνίγομαι από την [[οργή]] μου, σε Αριστοφ. — Μέσ. και Παθ., [[απαγχονίζω]] τον εαυτό μου, οδηγούμαι στην [[αγχόνη]], απαγχονίζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· είμαι [[έτοιμος]] να κρεμαστώ, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |