Anonymous

ἀπράγμων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>I.</b> qui ne s'occupe pas d'affaires :<br /><b>1</b> qui aime la tranquillité, paisible;<br /><b>2</b> oisif ; <i>en mauv. part</i> inactif, inerte;<br /><b>II.</b> qui ne coûte aucune peine;<br /><i>Cp.</i> ἀπραγμονέστερος, <i>Sp.</i> ἀπραγμονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πρᾶγμα]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>I.</b> qui ne s'occupe pas d'affaires :<br /><b>1</b> qui aime la tranquillité, paisible;<br /><b>2</b> oisif ; <i>en mauv. part</i> inactif, inerte;<br /><b>II.</b> qui ne coûte aucune peine;<br /><i>Cp.</i> ἀπραγμονέστερος, <i>Sp.</i> ἀπραγμονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πρᾶγμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπράγμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[бездействующий]], [[сторонящийся общественных дел]] Eur., Arph., Plat., Arst., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[бездеятельный]], [[беззаботный]], [[покойный]], [[праздный]] (σίτων [[ἀπόλαυσις]] Xen.; [[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[спокойный]], [[тихий]] ([[τόπος]] Arph.);<br /><b class="num">4)</b> [[безболезненный]] ([[τελευτή]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπράγμων:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που απέχει από τις διάφορες ενασχολήσεις, που δεν είναι [[πολυπράγμων]], που απέχει από την [[πολιτική]] και τις δημόσιες υποθέσεις, [[ήρεμος]] και [[φιλήσυχος]] [[άνθρωπος]], αντίθ. προς το [[πολυπράγμων]] ([[ακαταπόνητος]] στο να αναμειγνύεται σε ποικίλες ξένες υποθέσεις), σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[πόλις]] [[ἀπράγμων]], η πόλη που απέχει από τις πολιτικές υποθέσεις άλλων [[πόλεων]] ή κρατών, σε Θουκ.· <i>τὸ ἄπραγμον =</i> Λατ. [[otium]], στον ίδ.· [[τόπος]] [[ἀπράγμων]], [[τόπος]] που είναι απαλλαγμένος από δικαστικές διαμάχες και λοιπές έριδες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που δεν προξενεί [[ενόχληση]] ή πόνο, σε Ξεν.· ομοίως, επίρρ. -[[μόνως]], αμέριμνα, [[χωρίς]] κόπο, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπράγμων:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που απέχει από τις διάφορες ενασχολήσεις, που δεν είναι [[πολυπράγμων]], που απέχει από την [[πολιτική]] και τις δημόσιες υποθέσεις, [[ήρεμος]] και [[φιλήσυχος]] [[άνθρωπος]], αντίθ. προς το [[πολυπράγμων]] ([[ακαταπόνητος]] στο να αναμειγνύεται σε ποικίλες ξένες υποθέσεις), σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[πόλις]] [[ἀπράγμων]], η πόλη που απέχει από τις πολιτικές υποθέσεις άλλων [[πόλεων]] ή κρατών, σε Θουκ.· <i>τὸ ἄπραγμον =</i> Λατ. [[otium]], στον ίδ.· [[τόπος]] [[ἀπράγμων]], [[τόπος]] που είναι απαλλαγμένος από δικαστικές διαμάχες και λοιπές έριδες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που δεν προξενεί [[ενόχληση]] ή πόνο, σε Ξεν.· ομοίως, επίρρ. -[[μόνως]], αμέριμνα, [[χωρίς]] κόπο, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπράγμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[бездействующий]], [[сторонящийся общественных дел]] Eur., Arph., Plat., Arst., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[бездеятельный]], [[беззаботный]], [[покойный]], [[праздный]] (σίτων [[ἀπόλαυσις]] Xen.; [[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[спокойный]], [[тихий]] ([[τόπος]] Arph.);<br /><b class="num">4)</b> [[безболезненный]] ([[τελευτή]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj