Anonymous

ἄνεμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> vent;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> agitation de l'âme, passion tumultueuse.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> animus, anima.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> vent;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> agitation de l'âme, passion tumultueuse.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> animus, anima.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνεμος:''' (ᾰ) ὁ ветер Hom., Trag., Xen., Plat., Arst.: ἀνέμων [[ἀέλλη]] Hom. и ἀνέμοιο θυέλλη Hes. вихрь, буря; κατ᾽ ἄνεμον καὶ ῥοῦν νήχεσθαι Plut. плыть по ветру и по течению; οἱ ἄνεμοι ψυχῆς Anth. душевные бури.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνεμος:''' [ᾰ], ὁ (√<i>ΑΝ</i>, πρβλ. [[ἄημι]]), [[άνεμος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀνέμου κατιόντος</i>, έχοντας ξεσπάσει [[μεγάλη]] [[καταιγίδα]], σε Θουκ.· <i>ἄν.κατὰ βορέαν ἑστηκώς</i>, ο [[άνεμος]] είχε σταθεί στο βορρά, στον ίδ.· <i>ἀνέμοιο φέρεσθαι παραδοῦναί τι</i>, [[ρίχνω]] [[κάτι]] στους [[τέσσερις]] ανέμους, [[Βορέας]], [[Σύρος]], Νότος (ή Άργηστης), [[Ζέφυρος]]· ο Αριστ. δίνει [[δώδεκα]], που χρησίμευαν ως [[σημεία]] της πυξίδας.
|lsmtext='''ἄνεμος:''' [ᾰ], ὁ (√<i>ΑΝ</i>, πρβλ. [[ἄημι]]), [[άνεμος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀνέμου κατιόντος</i>, έχοντας ξεσπάσει [[μεγάλη]] [[καταιγίδα]], σε Θουκ.· <i>ἄν.κατὰ βορέαν ἑστηκώς</i>, ο [[άνεμος]] είχε σταθεί στο βορρά, στον ίδ.· <i>ἀνέμοιο φέρεσθαι παραδοῦναί τι</i>, [[ρίχνω]] [[κάτι]] στους [[τέσσερις]] ανέμους, [[Βορέας]], [[Σύρος]], Νότος (ή Άργηστης), [[Ζέφυρος]]· ο Αριστ. δίνει [[δώδεκα]], που χρησίμευαν ως [[σημεία]] της πυξίδας.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνεμος:''' (ᾰ) ὁ ветер Hom., Trag., Xen., Plat., Arst.: ἀνέμων [[ἀέλλη]] Hom. и ἀνέμοιο θυέλλη Hes. вихрь, буря; κατ᾽ ἄνεμον καὶ ῥοῦν νήχεσθαι Plut. плыть по ветру и по течению; οἱ ἄνεμοι ψυχῆς Anth. душевные бури.
}}
}}
{{etym
{{etym