3,274,313
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἐκπλήξω, <i>ao.</i> ἐξέπληξα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐκπλαγήσομαι, <i>ao.2</i> ἐξεπλήγην <i>ou plus us.</i> ἐξεπλάγην, <i>pf.</i> ἐκπέπληγμαι;<br />abattre en frappant <i>en parl. de la foudre ; fig.</i> frapper de stupeur, d'admiration, de crainte ; ἡ [[τέρψις]] τὸ λυπηρὸν ἐκπλήττει THC l'amusement étourdit le chagrin ; [[φόβος]] μνήμην ἐκπλήττει THC la crainte étonne <i>ou</i> trouble la mémoire ; <i>Pass.</i> ἐκπλαγῆναι φρένας ESCHL avoir l'esprit frappé, étonné, troublé ; <i>abs.</i> ἐκπλήττεσθαί <i>ou</i> ἐκπλαγῆναι τινι, [[ἐπί]] τινι, [[ὑπό]] τινος, [[τι]], [[διά]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] être étonné, troublé <i>ou</i> effrayé de qch ; ἐκπλαγῆναί τινα SOPH être frappé de terreur à la vue <i>ou</i> à la pensée de qqn ; <i>abs.</i> ἐκπεπληγμένον κεῖνον βλέποντες SOPH le voyant épouvanté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πλήσσω]]. | |btext=<i>f.</i> ἐκπλήξω, <i>ao.</i> ἐξέπληξα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐκπλαγήσομαι, <i>ao.2</i> ἐξεπλήγην <i>ou plus us.</i> ἐξεπλάγην, <i>pf.</i> ἐκπέπληγμαι;<br />abattre en frappant <i>en parl. de la foudre ; fig.</i> frapper de stupeur, d'admiration, de crainte ; ἡ [[τέρψις]] τὸ λυπηρὸν ἐκπλήττει THC l'amusement étourdit le chagrin ; [[φόβος]] μνήμην ἐκπλήττει THC la crainte étonne <i>ou</i> trouble la mémoire ; <i>Pass.</i> ἐκπλαγῆναι φρένας ESCHL avoir l'esprit frappé, étonné, troublé ; <i>abs.</i> ἐκπλήττεσθαί <i>ou</i> ἐκπλαγῆναι τινι, [[ἐπί]] τινι, [[ὑπό]] τινος, [[τι]], [[διά]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] être étonné, troublé <i>ou</i> effrayé de qch ; ἐκπλαγῆναί τινα SOPH être frappé de terreur à la vue <i>ou</i> à la pensée de qqn ; <i>abs.</i> ἐκπεπληγμένον κεῖνον βλέποντες SOPH le voyant épouvanté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πλήσσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπλήσσω:''' атт. [[ἐκπλήττω]] (fut. ἐκπλήξω, aor. ἐξέπληξα; pass. fut. ἐκπλαγήσομαι, aor. 2 ἐξεπλήγην и [[ἐξεπλάγην]], aor. 1 ἐξεπλήχθην, pf. ἐκπέπληγμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[выбивать]]: ὁ κεραυνὸς ἐξέπληξε αὐτὸν τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων Aesch. удар молнии прекратил его надменную похвальбу;<br /><b class="num">2)</b> отгонять, прогонять, тж. подавлять, заглушать (τὰν θεμερῶπιν αἰδῶ Aesch. - in tmesi; τὸ λυπηρόν Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[сталкивать]], [[сбивать]] (τινὰ ὁδοῦ Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[силой заставлять]], [[принуждать]] (τινὰ εἰς τὴν ὁμολογίαν Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> [[поражать]], [[приводить в смущение]], [[смятение или в изумление]], [[ошеломлять]] (τινὰ κάλλει Aeschin.): ὅ μ᾽ ἐκπλέσσει λόγου ([[varia lectio|v.l.]] λέγειν) Eur. мне трудно говорить об этом; преимущ. pass. поражаться, смущаться: ἐκπεπληγμένος φόβῳ Soph. охваченный страхом или обезумевший от страха; ἐκπλαγῆναι φρένας Aesch. или ἐκπληχθῆναι ψυχήν Eur. обезуметь, быть вне себя; ἐκπεπλῆχθαι ἐπὶ τῷ κάλλει τινός Xen. быть пораженным чьей-л. красотой; ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος Her. потрясенный этим несчастьем; ἐκπλαγεὶς τὰ προκείμενα ἀγαθά Her. изумленный находящимися перед его глазами богатствами; διὰ τὸ τοιοῦτον ἐκπλαγέντες Thuc. приведенные этим в замешательство; ἐκπεπληγμένος τῷ ἀπροσδοκήτῳ Plut. опешивший от неожиданности; ἐκπεπληγμένος κέντροις ἔρωτος Eur. сраженный стрелами любви; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἐκπληττόμενος Plat. упивающийся наслаждениями. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] προς τα έξω, [[βγάζω]] με χτυπήματα, [[εκδιώκω]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[διώχνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, [[καταπλήσσω]], [[ξαφνιάζω]], [[σαστίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· [[συχνά]] στον Παθ. αόρ. βʹ, Επικ. <i>ἐξεπλήγην</i>, Αττ. [[ἐξεπλάγην]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἐξεπλήχθην</i>, παρακ. <i>ἐκπέπληγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρομάζω]], εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινι</i>, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, σε Ηρόδ., ομοίως και [[διά]] τι, [[ἐπί]] τινι κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινα</i>, καταλαμβάνομαι από [[πανικό]] φοβούμενος..., σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για ξαφνικό, αιφνίδιο [[πάθος]], [[χτυπιέμαι]], πλήττομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἐκπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] προς τα έξω, [[βγάζω]] με χτυπήματα, [[εκδιώκω]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[διώχνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, [[καταπλήσσω]], [[ξαφνιάζω]], [[σαστίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· [[συχνά]] στον Παθ. αόρ. βʹ, Επικ. <i>ἐξεπλήγην</i>, Αττ. [[ἐξεπλάγην]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἐξεπλήχθην</i>, παρακ. <i>ἐκπέπληγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρομάζω]], εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινι</i>, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, σε Ηρόδ., ομοίως και [[διά]] τι, [[ἐπί]] τινι κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινα</i>, καταλαμβάνομαι από [[πανικό]] φοβούμενος..., σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για ξαφνικό, αιφνίδιο [[πάθος]], [[χτυπιέμαι]], πλήττομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |