Anonymous

ἐφεκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1114.png Seite 1114]] ή, όν, anhaltend, zurückhaltend, ἐφεκτικοὶ κοιλίας, d. i. verstopfend, Ath. II, 57 d, wie VIII, 355 e; Medic.; οἱ ἐφεκτικοί heißen die Skeptiker, Sext. Emp. adv. eth. 152; ἡ σκεπτικὴ ἀγωγὴ καλεῖται καὶ ἐφεκτικὴ ἀπὸ τοῦ μετὰ τὴν ζήτησιν περὶ τὸν σκεπτόμενον γινομένου πάθους id. Pyrrh. 1, 7, wie sie auch ἀπορητικοί heißen. Vgl. [[ἐπέχω]]. – Ἑφεκτικῶς, Stob. ecl. phys. 1, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1114.png Seite 1114]] ή, όν, anhaltend, zurückhaltend, ἐφεκτικοὶ κοιλίας, d. i. verstopfend, Ath. II, 57 d, wie VIII, 355 e; Medic.; οἱ ἐφεκτικοί heißen die Skeptiker, Sext. Emp. adv. eth. 152; ἡ σκεπτικὴ ἀγωγὴ καλεῖται καὶ ἐφεκτικὴ ἀπὸ τοῦ μετὰ τὴν ζήτησιν περὶ τὸν σκεπτόμενον γινομένου πάθους id. Pyrrh. 1, 7, wie sie auch ἀπορητικοί heißen. Vgl. [[ἐπέχω]]. – Ἑφεκτικῶς, Stob. ecl. phys. 1, 7.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφεκτικός:''' филос. воздерживающийся от суждений ([[ἀγωγή]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφεκτικός]], -ή, -όν) [[επέχω]]<br /><b>1.</b> [[επιφυλακτικός]], [[διστακτικός]], αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει [[κάτι]], ο [[αναποφάσιστος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εφεκτικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που φρονούν ότι η [[γνώση]] [[είναι]] [[κάτι]] το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ φιλοσόφων, οἱ μὲν γεγόνασι δογματικοί, οἱ δὲ ἐφεκτικοί<br />δογματικοὶ μέν, ὅσοι περὶ τῶν πραγμάτων ἀποφαίνονται, ὡς καταληπτῶν<br />ἐφεκτικοὶ δέ, ὅσοι ἐπέχουσι περὶ αὐτῶν, ὡς ἀκαταλήπτων», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[στυπτικός]], [[συσταλτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ικανός]] να συγκρατήσει, να σταματήσει, [[συγκρατητικός]] («ἐφεκτικὸς ἀφροδισίων», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασταλτικός]], [[θεραπευτικός]] («καὶ σηπεδόνων ἐφεκτικοί», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(γεωμ.)</b> <b>φρ.</b> «ἐφεκτικὸς [[τόπος]]» — ο [[ακίνητος]] [[τόπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εφεκτικώς</i> (Α εφεκτικώς)<br />[[κατά]] εφεκτικό τρόπο, επιφυλακτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επέχω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>)<br />το -<i>φ</i>- λόγω της δασύτητας του β' συνθετικού: <i>εφ</i>-[[εκτικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑκτικός]])].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφεκτικός]], -ή, -όν) [[επέχω]]<br /><b>1.</b> [[επιφυλακτικός]], [[διστακτικός]], αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει [[κάτι]], ο [[αναποφάσιστος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εφεκτικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που φρονούν ότι η [[γνώση]] [[είναι]] [[κάτι]] το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ φιλοσόφων, οἱ μὲν γεγόνασι δογματικοί, οἱ δὲ ἐφεκτικοί<br />δογματικοὶ μέν, ὅσοι περὶ τῶν πραγμάτων ἀποφαίνονται, ὡς καταληπτῶν<br />ἐφεκτικοὶ δέ, ὅσοι ἐπέχουσι περὶ αὐτῶν, ὡς ἀκαταλήπτων», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[στυπτικός]], [[συσταλτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ικανός]] να συγκρατήσει, να σταματήσει, [[συγκρατητικός]] («ἐφεκτικὸς ἀφροδισίων», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασταλτικός]], [[θεραπευτικός]] («καὶ σηπεδόνων ἐφεκτικοί», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(γεωμ.)</b> <b>φρ.</b> «ἐφεκτικὸς [[τόπος]]» — ο [[ακίνητος]] [[τόπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εφεκτικώς</i> (Α εφεκτικώς)<br />[[κατά]] εφεκτικό τρόπο, επιφυλακτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επέχω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>)<br />το -<i>φ</i>- λόγω της δασύτητας του β' συνθετικού: <i>εφ</i>-[[εκτικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑκτικός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφεκτικός:''' филос. воздерживающийся от суждений ([[ἀγωγή]] Sext.).
}}
}}