Anonymous

ἠερέθομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />flotter dans l'air, voltiger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />flotter dans l'air, voltiger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠερέθομαι:''' (только 3 л. pl. praes. и impf.) развеваться, колыхаться: τῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν θύσανοι ἠερέθονται Hom. развеваются сто кистей эгиды (Афины); ἀκρίδες ἠερέθονται Hom. летит (= несется) саранча; αἰεὶ ὁπλοτέρων ἀνορῶν φρένες ἠερέθονται Hom. настроения молодых людей находятся в вечном движении, т. е. весьма непостоянны.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠερέθομαι:''' Επικ. αντί <i>ἀείρομαι</i>, Παθ., βρίσκεται μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. <i>ἠερέθονται</i>, <i>-οντο</i>· [[κρέμομαι]], [[αιωρούμαι]], είμαι [[μετέωρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφορ., ὁπλοτέρων [[ἀνδρῶν]] [[φρένες]] ἠερέθονται, τα μυαλά των [[νέων]] αλλάζουν όπως το [[φύσημα]] του ανέμου, λέγεται για τον άστατο, ευμετάβλητο χαρακτήρα των [[νέων]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἠερέθομαι:''' Επικ. αντί <i>ἀείρομαι</i>, Παθ., βρίσκεται μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. <i>ἠερέθονται</i>, <i>-οντο</i>· [[κρέμομαι]], [[αιωρούμαι]], είμαι [[μετέωρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφορ., ὁπλοτέρων [[ἀνδρῶν]] [[φρένες]] ἠερέθονται, τα μυαλά των [[νέων]] αλλάζουν όπως το [[φύσημα]] του ανέμου, λέγεται για τον άστατο, ευμετάβλητο χαρακτήρα των [[νέων]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠερέθομαι:''' (только 3 л. pl. praes. и impf.) развеваться, колыхаться: τῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν θύσανοι ἠερέθονται Hom. развеваются сто кистей эгиды (Афины); ἀκρίδες ἠερέθονται Hom. летит (= несется) саранча; αἰεὶ ὁπλοτέρων ἀνορῶν φρένες ἠερέθονται Hom. настроения молодых людей находятся в вечном движении, т. е. весьма непостоянны.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic for ἀείρομαι, Pass., only [[found]] in3 pl. pres. and imperf. ἠερέθονται, -οντο]<br />to [[hang]] floating or [[waving]] in the air, Il.:—metaph., ὁπλοτέρων [[ἀνδρῶν]] φρένες ἠερέθονται [[young]] men's minds [[turn]] with [[every]] [[wind]], Il.
|mdlsjtxt=[epic for ἀείρομαι, Pass., only [[found]] in3 pl. pres. and imperf. ἠερέθονται, -οντο]<br />to [[hang]] floating or [[waving]] in the air, Il.:—metaph., ὁπλοτέρων [[ἀνδρῶν]] φρένες ἠερέθονται [[young]] men's minds [[turn]] with [[every]] [[wind]], Il.
}}
}}