Anonymous

ἱκανός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 26: Line 26:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ικανός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[επιδεξιότητα]] να κάνει [[κάτι]], [[επιδέξιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) [[επαρκής]], [[πολύς]], [[ικανοποιητικός]] («[[έκτοτε]] διέρρευσε [[ικανός]] [[χρόνος]]»)<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[επιτήδειος]], [[αδίστακτος]] (α. «[[είναι]] [[ικανός]] για όλα» β. «ἱκανὸς εἶ λαλῶν κατακόψαι [[πάντα]]», Μέν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[στράτευση]], για [[παροχή]] στρατιωτικών υπηρεσιών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον βοηθητικό και τον ανίκανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεν σέ έχω ικανό να το κάνεις» <br />α) δεν [[νομίζω]] ότι μπορείς να το κάνεις<br />β) αν τολμάς κάνε το<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιεί, ο [[ικανοποιητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱκανόν</i><br />κατάλληλη, [[επαρκής]] [[ποσότητα]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μεθ' ἱκανόν» — [[μετά]] από αρκετό καιρό, ύστερα από πολύ καιρό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]], [[άξιος]]<br /><b>2.</b> (για τον θεό) [[παντοδύναμος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱκανὸν ποιῶ τινί» — [[παρέχω]] [[ικανοποίηση]], [[ικανοποιώ]] μια [[παράκληση]], [[επιθυμία]] κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόπαλος]], [[ισοδύναμος]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ ἱκανὸν [[λαμβάνω]]» — [[παίρνω]] χρηματική ή [[ηθική]] [[ικανοποίηση]] για [[κάτι]]<br />β) «τὸν ἱκανὸν ποιῶ» — [[δίνω]] [[ικανοποίηση]], [[παρέχω]] [[εγγύηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ικανώς</i> και <i>ικανά</i> (ΑΜ ίκανῶς) αρκετά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αξιόλογα, [[σημαντικά]]<br /><b>2.</b> εξ ολοκλήρου, εντελώς<br /><b>3.</b> υπερβολικά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἱκανῶς ἔχειν» — [[είμαι]] [[ικανός]], [[αρκετός]], [[επαρκής]]<br />β) «ἱκανῶς ἐχέτω» — ας [[είναι]] αυτό αρκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανος</i> ([[πρβλ]]. <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>). Η λ. [[ικανός]] χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «[[άξιος]], [[επιδέξιος]]» για πρόσωπα και με σημ. «[[αρκετός]], [[επαρκής]]» για πράγματα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικανότητα]](-<i>ότης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικανώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανάτα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ικανοποιΐα</i><br />(αρχ. -μσν.) [[ικανοδότης]], [[ικανόπλοος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανοκόσμητος]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ικανοποιώ]]. (Β' συνθετικό) [[ανίκανος]]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ικανός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[επιδεξιότητα]] να κάνει [[κάτι]], [[επιδέξιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) [[επαρκής]], [[πολύς]], [[ικανοποιητικός]] («[[έκτοτε]] διέρρευσε [[ικανός]] [[χρόνος]]»)<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[επιτήδειος]], [[αδίστακτος]] (α. «[[είναι]] [[ικανός]] για όλα» β. «ἱκανὸς εἶ λαλῶν κατακόψαι [[πάντα]]», Μέν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[στράτευση]], για [[παροχή]] στρατιωτικών υπηρεσιών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον βοηθητικό και τον ανίκανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεν σέ έχω ικανό να το κάνεις» <br />α) δεν [[νομίζω]] ότι μπορείς να το κάνεις<br />β) αν τολμάς κάνε το<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιεί, ο [[ικανοποιητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱκανόν</i><br />κατάλληλη, [[επαρκής]] [[ποσότητα]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μεθ' ἱκανόν» — [[μετά]] από αρκετό καιρό, ύστερα από πολύ καιρό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]], [[άξιος]]<br /><b>2.</b> (για τον θεό) [[παντοδύναμος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱκανὸν ποιῶ τινί» — [[παρέχω]] [[ικανοποίηση]], [[ικανοποιώ]] μια [[παράκληση]], [[επιθυμία]] κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόπαλος]], [[ισοδύναμος]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ ἱκανὸν [[λαμβάνω]]» — [[παίρνω]] χρηματική ή [[ηθική]] [[ικανοποίηση]] για [[κάτι]]<br />β) «τὸν ἱκανὸν ποιῶ» — [[δίνω]] [[ικανοποίηση]], [[παρέχω]] [[εγγύηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ικανώς</i> και <i>ικανά</i> (ΑΜ ίκανῶς) αρκετά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αξιόλογα, [[σημαντικά]]<br /><b>2.</b> εξ ολοκλήρου, εντελώς<br /><b>3.</b> υπερβολικά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἱκανῶς ἔχειν» — [[είμαι]] [[ικανός]], [[αρκετός]], [[επαρκής]]<br />β) «ἱκανῶς ἐχέτω» — ας [[είναι]] αυτό αρκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανος</i> ([[πρβλ]]. <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>). Η λ. [[ικανός]] χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «[[άξιος]], [[επιδέξιος]]» για πρόσωπα και με σημ. «[[αρκετός]], [[επαρκής]]» για πράγματα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικανότητα]](-<i>ότης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικανώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανάτα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ικανοποιΐα</i><br />(αρχ. -μσν.) [[ικανοδότης]], [[ικανόπλοος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανοκόσμητος]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ικανοποιώ]]. (Β' συνθετικό) [[ανίκανος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱκᾰνός:''' эол. ἴκᾰνος 3 (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[достаточный]] (достаточно многочисленный, достаточно сильный и т. п.) (εἴς τι Her., Xen., πρός и ἐπί τι Plat. и [[κατά]] τι Polyb.): πλοῖα ἱκανά (ἀριθμῷ) Xen. суда в достаточном количестве; ([[ἄνδρες]]) ἱκανοὶ τὰς ἀκροπόλεις φυλάττειν Xen. люди, которых достаточно для охраны городских крепостей; οὐκ [[εἶχον]] ἱκανὰς (sc. χιμαίρας) [[εὑρεῖν]] Xen. (афиняне) не смогли найти достаточного количества коз (для жертвоприношения); οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς Thuc. так как Аттика была недостаточно богата или обширна; ἡ [[χώρα]] ἱκανὴ τρέφειν Plat. страна, могущая достаточно прокормить; ἱ. γνώμην Her. достаточно умный; ἱ. τὴν ἰατρικήν Her. достаточно сведущий в медицине; ἱ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Plat. вполне опытный и зрелый; ἱ. τὸ [[εἶδος]] Plut. довольно красивый; ἱκανὴ [[μαρτυρία]] Plat. и ἱκανὸν [[τεκμήριον]] Arst. достаточное (= надежное) свидетельство; ἑφ᾽ ἱκανόν Polyb. достаточно, довольно или немало; τὰ ἱκανά Isocr. достаточные средства, необходимые условия; ἐπηρώτα αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς NT он задавал ему много вопросов; [[λαβεῖν]] τὸ ἱκανὸν [[παρά]] τινος NT получив достаточные доказательства от кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> (при)годный, подходящий или способный, умелый, тж. знающий, компетентный: ἱ. πολεμεῖν Xen. способный воевать; τινὰ ἱκανὸν κρίνειν συνεργὸν εἶναι Xen. считать кого-л. способным исполнить (что-л.); ἱ. τεκμηριῶσαι Thuc. способный убедить, убедительный, т. е. достоверный; ἱκανῷ λόγῳ ἀποδείξω Plat. я убедительно докажу; [[σῶμα]] ἱκανὸν πόνους φέρειν Xen. тело выносливое к трудам; ἱ. ὡς πρὸς τὸν ἰδιώτην Plat. неплохой по сравнению с неученым; ἱ. [[ἀμφότερα]] Plat. способный как на одно, так и на другое; ἱ. τὸ κελευόμενον ποιεῖν Xen. умеющий исполнять приказания; πρὸς [[ταῦτα]] τίς ἱ.; NT кто способен к этому?;<br /><b class="num">3)</b> [[имеющий возможность]], [[облеченный правом]], [[могущественный]]: ἱ. ζημιοῦν Xen. имеющий право карать; ἱ. [[Ἀπόλλων]] Soph. Аполлон (достаточно) могуществен;<br /><b class="num">4)</b> [[значительный]], [[немалый]] ([[χρόνος]] Arph.; [[οὐσία]] Arst.; [[πλῆθος]] Polyb.; ἀργύρια NT): [[φῶς]] ἱκανόν NT яркий свет; ἐξ ἱκανῶν χρόνων NT с давнего времени;<br /><b class="num">5)</b> [[могущий совладать]], [[достойный]] (τοῖς Ῥωμαίοις Polyb.): οὐχ [[εἰμὶ]] ἱ., [[ἵνα]] μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς NT я недостоин, чтобы ты вошел под мой кров.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 32: Line 35:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱκᾰνός:''' [ῐ], -ή, -όν ([[ἵκω]], [[ἱκάνω]]), [[επαρκής]], [[αρκετός]], αρμόζων, [[κατάλληλος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επαρκής]], [[ικανοποιητικός]], αρκετά [[ισχυρός]], με απαρ., σε Ηρόδ.· <i>ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</i>, [[ικανός]] να αποδείξει [[κάτι]], σε Θουκ.· <i>ἱκανὸς ζημιοῦν</i>, έχοντας αρκετή [[δύναμη]] ώστε να μπορεί να τιμωρεί, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ., ἀνὴρ γνώμην [[ἱκανός]], [[άνθρωπος]] με ικανή [[σύνεση]], σε Ηρόδ.· <i>ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν</i>, αρκετά [[ικανός]] στην ιατρική, σε Ξεν.· με δοτ. προσ., [[ισόπαλος]] προς..., [[ισοδύναμος]] με..., <i>εἷς πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις</i>, σε Πλάτ.· απόλ., ἱκανὸς [[Ἀπόλλων]], σε Σοφ.· <i>ἱκανὸς ἂν γένοιο σύ</i>, σε Ευρ.· <i>αὐληταὶ ἱκανοὶ πρὸς ἰδιώτας</i>, [[πολύ]] πιο ικανοί σε [[σύγκριση]] με τους απλούς ανθρώπους, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[αρκετός]], [[επαρκής]], [[κατάλληλος]], σε Ευρ.· <i>ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται</i>, είχαν αρκετές επιτυχίες, σε Θουκ.· λέγεται για [[μέγεθος]], αρκετά [[μεγάλος]], <i>οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς</i>, στον ίδ.· <i>ἱκανά σοι μέλαθρα ἐγκαθυβρίζειν</i>, σε Ευρ.· λέγεται για χρόνο, [[ικανός]], [[αρκετός]], «[[μπόλικος]]», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανοποιητικός]], [[επαρκής]], <i>ἱκανὴμαρτυρία</i>, σε Πλάτ.· <i>τὸ ἱκανὸν λαμβάνειν</i>, [[λαμβάνω]] [[εγγύηση]] (χρηματική ή [[άλλη]]), σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. [[ἱκανῶς]], αρκετά, επαρκώς, ικανοποιητικά, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ἀγγέλλοντες [[ἱκανῶς]] ἔχειν, αγγέλλοντας ότι η [[ανοικοδόμηση]] του (τείχους) προχώρησε αρκετά, ότι έλαβε επαρκές ύψος, στον ίδ., σε Ξεν. κ.λπ.· υπερθ. <i>ἱκανωτάτως</i>, <i>ἱκανώτατα</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἱκᾰνός:''' [ῐ], -ή, -όν ([[ἵκω]], [[ἱκάνω]]), [[επαρκής]], [[αρκετός]], αρμόζων, [[κατάλληλος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επαρκής]], [[ικανοποιητικός]], αρκετά [[ισχυρός]], με απαρ., σε Ηρόδ.· <i>ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</i>, [[ικανός]] να αποδείξει [[κάτι]], σε Θουκ.· <i>ἱκανὸς ζημιοῦν</i>, έχοντας αρκετή [[δύναμη]] ώστε να μπορεί να τιμωρεί, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ., ἀνὴρ γνώμην [[ἱκανός]], [[άνθρωπος]] με ικανή [[σύνεση]], σε Ηρόδ.· <i>ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν</i>, αρκετά [[ικανός]] στην ιατρική, σε Ξεν.· με δοτ. προσ., [[ισόπαλος]] προς..., [[ισοδύναμος]] με..., <i>εἷς πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις</i>, σε Πλάτ.· απόλ., ἱκανὸς [[Ἀπόλλων]], σε Σοφ.· <i>ἱκανὸς ἂν γένοιο σύ</i>, σε Ευρ.· <i>αὐληταὶ ἱκανοὶ πρὸς ἰδιώτας</i>, [[πολύ]] πιο ικανοί σε [[σύγκριση]] με τους απλούς ανθρώπους, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[αρκετός]], [[επαρκής]], [[κατάλληλος]], σε Ευρ.· <i>ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται</i>, είχαν αρκετές επιτυχίες, σε Θουκ.· λέγεται για [[μέγεθος]], αρκετά [[μεγάλος]], <i>οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς</i>, στον ίδ.· <i>ἱκανά σοι μέλαθρα ἐγκαθυβρίζειν</i>, σε Ευρ.· λέγεται για χρόνο, [[ικανός]], [[αρκετός]], «[[μπόλικος]]», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανοποιητικός]], [[επαρκής]], <i>ἱκανὴμαρτυρία</i>, σε Πλάτ.· <i>τὸ ἱκανὸν λαμβάνειν</i>, [[λαμβάνω]] [[εγγύηση]] (χρηματική ή [[άλλη]]), σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. [[ἱκανῶς]], αρκετά, επαρκώς, ικανοποιητικά, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ἀγγέλλοντες [[ἱκανῶς]] ἔχειν, αγγέλλοντας ότι η [[ανοικοδόμηση]] του (τείχους) προχώρησε αρκετά, ότι έλαβε επαρκές ύψος, στον ίδ., σε Ξεν. κ.λπ.· υπερθ. <i>ἱκανωτάτως</i>, <i>ἱκανώτατα</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱκᾰνός:''' эол. ἴκᾰνος 3 (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[достаточный]] (достаточно многочисленный, достаточно сильный и т. п.) (εἴς τι Her., Xen., πρός и ἐπί τι Plat. и [[κατά]] τι Polyb.): πλοῖα ἱκανά (ἀριθμῷ) Xen. суда в достаточном количестве; ([[ἄνδρες]]) ἱκανοὶ τὰς ἀκροπόλεις φυλάττειν Xen. люди, которых достаточно для охраны городских крепостей; οὐκ [[εἶχον]] ἱκανὰς (sc. χιμαίρας) [[εὑρεῖν]] Xen. (афиняне) не смогли найти достаточного количества коз (для жертвоприношения); οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς Thuc. так как Аттика была недостаточно богата или обширна; ἡ [[χώρα]] ἱκανὴ τρέφειν Plat. страна, могущая достаточно прокормить; ἱ. γνώμην Her. достаточно умный; ἱ. τὴν ἰατρικήν Her. достаточно сведущий в медицине; ἱ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Plat. вполне опытный и зрелый; ἱ. τὸ [[εἶδος]] Plut. довольно красивый; ἱκανὴ [[μαρτυρία]] Plat. и ἱκανὸν [[τεκμήριον]] Arst. достаточное (= надежное) свидетельство; ἑφ᾽ ἱκανόν Polyb. достаточно, довольно или немало; τὰ ἱκανά Isocr. достаточные средства, необходимые условия; ἐπηρώτα αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς NT он задавал ему много вопросов; [[λαβεῖν]] τὸ ἱκανὸν [[παρά]] τινος NT получив достаточные доказательства от кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> (при)годный, подходящий или способный, умелый, тж. знающий, компетентный: ἱ. πολεμεῖν Xen. способный воевать; τινὰ ἱκανὸν κρίνειν συνεργὸν εἶναι Xen. считать кого-л. способным исполнить (что-л.); ἱ. τεκμηριῶσαι Thuc. способный убедить, убедительный, т. е. достоверный; ἱκανῷ λόγῳ ἀποδείξω Plat. я убедительно докажу; [[σῶμα]] ἱκανὸν πόνους φέρειν Xen. тело выносливое к трудам; ἱ. ὡς πρὸς τὸν ἰδιώτην Plat. неплохой по сравнению с неученым; ἱ. [[ἀμφότερα]] Plat. способный как на одно, так и на другое; ἱ. τὸ κελευόμενον ποιεῖν Xen. умеющий исполнять приказания; πρὸς [[ταῦτα]] τίς ἱ.; NT кто способен к этому?;<br /><b class="num">3)</b> [[имеющий возможность]], [[облеченный правом]], [[могущественный]]: ἱ. ζημιοῦν Xen. имеющий право карать; ἱ. [[Ἀπόλλων]] Soph. Аполлон (достаточно) могуществен;<br /><b class="num">4)</b> [[значительный]], [[немалый]] ([[χρόνος]] Arph.; [[οὐσία]] Arst.; [[πλῆθος]] Polyb.; ἀργύρια NT): [[φῶς]] ἱκανόν NT яркий свет; ἐξ ἱκανῶν χρόνων NT с давнего времени;<br /><b class="num">5)</b> [[могущий совладать]], [[достойный]] (τοῖς Ῥωμαίοις Polyb.): οὐχ [[εἰμὶ]] ἱ., [[ἵνα]] μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς NT я недостоин, чтобы ты вошел под мой кров.
}}
}}
{{etym
{{etym