Anonymous

ὀχέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ὤχουν]], <i>f.</i> ὀχήσω, <i>ao.</i> [[ὤχησα]];<br /><b>I.</b> (voiturer);<br /><b>1</b> voiturer, porter, acc.;<br /><b>2</b> diriger un animal attelé;<br /><b>II.</b> (tenir);<br /><b>1</b> tenir dans ses mains, acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tenir, maintenir, accomplir : φρουράν ESCHL faire bonne garde;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> supporter, souffrir (un malheur, un sort pénible, <i>etc.</i>) acc.;<br /><i><b>Pass.-Moy.</b></i> [[ὀχέομαι]], [[ὀχοῦμαι]];<br /><b>1</b> se faire porter <i>ou</i> être porté : κύμασιν OD par les flots ; νηυσίν IL sur des navires ; ἐφ’ ἁμάξης HDT ; [[ἐν]] ἁρμαμάξῃ XÉN être voituré sur un chariot, se faire transporter en voiture;<br /><b>2</b> se tenir : ἐπὶ [[θἀτέρου]] ποδός PLUT sur un seul pied.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ὤχουν]], <i>f.</i> ὀχήσω, <i>ao.</i> [[ὤχησα]];<br /><b>I.</b> (voiturer);<br /><b>1</b> voiturer, porter, acc.;<br /><b>2</b> diriger un animal attelé;<br /><b>II.</b> (tenir);<br /><b>1</b> tenir dans ses mains, acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tenir, maintenir, accomplir : φρουράν ESCHL faire bonne garde;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> supporter, souffrir (un malheur, un sort pénible, <i>etc.</i>) acc.;<br /><i><b>Pass.-Moy.</b></i> [[ὀχέομαι]], [[ὀχοῦμαι]];<br /><b>1</b> se faire porter <i>ou</i> être porté : κύμασιν OD par les flots ; νηυσίν IL sur des navires ; ἐφ’ ἁμάξης HDT ; [[ἐν]] ἁρμαμάξῃ XÉN être voituré sur un chariot, se faire transporter en voiture;<br /><b>2</b> se tenir : ἐπὶ [[θἀτέρου]] ποδός PLUT sur un seul pied.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχέω:''' [frequ. к [[ἔχω]]<br /><b class="num">1)</b> [[нести]], [[носить]] (φιάλην Xen.; τινὰ δι᾽ ἄστεος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[переносить]], [[переживать]], [[терпеть]] (κακὸν [[μόρον]] Hom.; ἀπροσόρατον πόνον Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[выполнять]], [[делать]]: φρουρὰν ἄζηλον ὀ. Aesch. нести постылую стражу; [[νηπιάας]] ὀ. Hom. заниматься ребячествами;<br /><b class="num">4)</b> [[сажать или везти верхом]] (αὐτὸς [[βαδίζω]], τοῦτον δ᾽ ὀχῶ Arph.);<br /><b class="num">5)</b> med.-pass. [[ехать]] (ἵπποισιν HH и ἐφ᾽ ἵππων Xen.; νηυσίν Hom.; ἐφ᾽ ἅρματος Plat.): ἐπὶ λεπτῆς ἐλπίδος ὀχεῖσθαι Arph. цепляться за слабую надежду.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀχέω:''' ([[ὄχος]]), Ιων. παρατ. [[ὀχέεσκον]]· μέλ. <i>ὀχήσω</i> — Μέσ., γʹ ενικ. παρατ. <i>ὠχέετο</i>, <i>-εῖτο</i>· μέλ. <i>ὀχήσομαι</i>· γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ <i>ὀχήσατο</i>· θαμιστικό του [[ἔχω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποστηρίζω]], [[συγκρατώ]], [[συντηρώ]], [[υπομένω]], [[βαστάζω]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· [[νηπιάας]] ὀχέειν, [[εξακολουθώ]] να φέρομαι παιδιάστικα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>φρουρὰν ὀχήσω</i>, θα συντηρήσω μια [[φρουρά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταφέρω]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]] κάποιον να ιππεύσει, τον [[ανεβάζω]] στο [[άλογο]]· αὐτὸς [[βαδίζω]], <i>τοῦτον δ' ὀχῶ</i>, σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατηγό, [[αφήνω]] τους άντρες μου να ιππεύσουν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[αναθέτω]] τη [[μεταφορά]] μου, μεταφέρομαι ή υποβαστάζομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ. ([[χωρίς]] τις δοτ. <i>ἵππῳ</i> ή <i>νηί</i>, [[οδηγώ]] [[ιππεύω]], [[πλέω]]· (<i>ἵπποι</i>) <i>ἀλγεινοὶ ὀχέεσθαι</i>, που δύσκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> για [[πλοίο]], [[οδηγώ]] σε [[αγκυροβόλιο]]· λεπτή τις [[ἐλπίς]] ἐστ' ἐφ' ἧς ὀχούμεθα, δεν έχουμε [[παρά]] αμυδρή [[ελπίδα]] πάνω στην οποία να στηριχθούμε, σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>ὠχεῖσθ'</i>, στον ίδ.· πρβλ. σε Πλάτ.· ομοίως, <i>ἐπ' ἀσθενοῦς ῥώμης ὀχεῖσθαι</i>, σε Ευρ. [στον Πίνδ. η πρώτη [[συλλαβή]] γίνεται [[μακρά]], όταν προφέρεται (και πιθ. οφείλει να γράφεται) [[ὀκχέω]], βλ. [[ὄφις]].
|lsmtext='''ὀχέω:''' ([[ὄχος]]), Ιων. παρατ. [[ὀχέεσκον]]· μέλ. <i>ὀχήσω</i> — Μέσ., γʹ ενικ. παρατ. <i>ὠχέετο</i>, <i>-εῖτο</i>· μέλ. <i>ὀχήσομαι</i>· γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ <i>ὀχήσατο</i>· θαμιστικό του [[ἔχω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποστηρίζω]], [[συγκρατώ]], [[συντηρώ]], [[υπομένω]], [[βαστάζω]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· [[νηπιάας]] ὀχέειν, [[εξακολουθώ]] να φέρομαι παιδιάστικα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>φρουρὰν ὀχήσω</i>, θα συντηρήσω μια [[φρουρά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταφέρω]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]] κάποιον να ιππεύσει, τον [[ανεβάζω]] στο [[άλογο]]· αὐτὸς [[βαδίζω]], <i>τοῦτον δ' ὀχῶ</i>, σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατηγό, [[αφήνω]] τους άντρες μου να ιππεύσουν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[αναθέτω]] τη [[μεταφορά]] μου, μεταφέρομαι ή υποβαστάζομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ. ([[χωρίς]] τις δοτ. <i>ἵππῳ</i> ή <i>νηί</i>, [[οδηγώ]] [[ιππεύω]], [[πλέω]]· (<i>ἵπποι</i>) <i>ἀλγεινοὶ ὀχέεσθαι</i>, που δύσκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> για [[πλοίο]], [[οδηγώ]] σε [[αγκυροβόλιο]]· λεπτή τις [[ἐλπίς]] ἐστ' ἐφ' ἧς ὀχούμεθα, δεν έχουμε [[παρά]] αμυδρή [[ελπίδα]] πάνω στην οποία να στηριχθούμε, σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>ὠχεῖσθ'</i>, στον ίδ.· πρβλ. σε Πλάτ.· ομοίως, <i>ἐπ' ἀσθενοῦς ῥώμης ὀχεῖσθαι</i>, σε Ευρ. [στον Πίνδ. η πρώτη [[συλλαβή]] γίνεται [[μακρά]], όταν προφέρεται (και πιθ. οφείλει να γράφεται) [[ὀκχέω]], βλ. [[ὄφις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχέω:''' [frequ. к [[ἔχω]]<br /><b class="num">1)</b> [[нести]], [[носить]] (φιάλην Xen.; τινὰ δι᾽ ἄστεος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[переносить]], [[переживать]], [[терпеть]] (κακὸν [[μόρον]] Hom.; ἀπροσόρατον πόνον Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[выполнять]], [[делать]]: φρουρὰν ἄζηλον ὀ. Aesch. нести постылую стражу; [[νηπιάας]] ὀ. Hom. заниматься ребячествами;<br /><b class="num">4)</b> [[сажать или везти верхом]] (αὐτὸς [[βαδίζω]], τοῦτον δ᾽ ὀχῶ Arph.);<br /><b class="num">5)</b> med.-pass. [[ехать]] (ἵπποισιν HH и ἐφ᾽ ἵππων Xen.; νηυσίν Hom.; ἐφ᾽ ἅρματος Plat.): ἐπὶ λεπτῆς ἐλπίδος ὀχεῖσθαι Arph. цепляться за слабую надежду.
}}
}}
{{etym
{{etym