Anonymous

ὄνειδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> reproche, blâme : [[ὄνειδος]] ἔχειν HDT être l'objet d’un blâme ; [[ὄνειδος]] ὀνειδίζειν SOPH adresser un blâme;<br /><b>2</b> sujet de honte ; honte, déshonneur ; <i>par antiphrase</i> titre de gloire.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Νιδ, blâmer, dédaigner.
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> reproche, blâme : [[ὄνειδος]] ἔχειν HDT être l'objet d’un blâme ; [[ὄνειδος]] ὀνειδίζειν SOPH adresser un blâme;<br /><b>2</b> sujet de honte ; honte, déshonneur ; <i>par antiphrase</i> titre de gloire.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Νιδ, blâmer, dédaigner.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄνειδος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[упрек]], [[порицание]], [[хула]]: ὀνείδεα λέγειν, βάζειν, προφέρειν, μυθήσασθαι Hom. осыпать упреками, поносить, бранить; ὄ. ὀνειδίσαι εἴς τινα Soph. бросить упрек кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[позор]], [[бесчестие]] (ὄ. καὶ [[ψόγος]], τὸ [[φιλάργυρον]] εἶναι ὄ. λέγεταί τε καὶ ἔστιν Plat.): ὄ. ἔχειν Her. подвергнуться бесчестию;<br /><b class="num">3)</b> [[слава]], [[честь]] (Θήβαις κάλλιστον ὄ. Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄνειδος:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[λοιδορία]], [[επίκριση]], [[κατηγορία]], σε Όμηρ.· [[ὄνειδος]] ἔχειν, είμαι ατιμασμένος, περιφρονημένος, σε Ηρόδ.· <i>ὄνειδός</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Ευρ.· <i>ὡς ἐν ὀνείδει</i>, υβριστικά, σε Πλάτ.· πληθ., ὀνείδη [[ἔχει]] τὰ μέγιστα, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αντικείμενο]] περιφρόνησης, [[αιτία]] χλευασμού, σοὶ μὲν δὴ [[κατηφείη]] καὶ ὄν., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., <i>τὸ πόλεως ὄν</i>., [[ντροπή]] της πόλης, σε Αισχύλ.· <i>ὄν. Ἑλλάνων</i>, σε Σοφ.· ομοίως, ο Οιδίποδας αποκαλεί τις κόρες του <i>τοιαῦτ' ὀνείδη</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ὄνειδος:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[λοιδορία]], [[επίκριση]], [[κατηγορία]], σε Όμηρ.· [[ὄνειδος]] ἔχειν, είμαι ατιμασμένος, περιφρονημένος, σε Ηρόδ.· <i>ὄνειδός</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Ευρ.· <i>ὡς ἐν ὀνείδει</i>, υβριστικά, σε Πλάτ.· πληθ., ὀνείδη [[ἔχει]] τὰ μέγιστα, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αντικείμενο]] περιφρόνησης, [[αιτία]] χλευασμού, σοὶ μὲν δὴ [[κατηφείη]] καὶ ὄν., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., <i>τὸ πόλεως ὄν</i>., [[ντροπή]] της πόλης, σε Αισχύλ.· <i>ὄν. Ἑλλάνων</i>, σε Σοφ.· ομοίως, ο Οιδίποδας αποκαλεί τις κόρες του <i>τοιαῦτ' ὀνείδη</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄνειδος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[упрек]], [[порицание]], [[хула]]: ὀνείδεα λέγειν, βάζειν, προφέρειν, μυθήσασθαι Hom. осыпать упреками, поносить, бранить; ὄ. ὀνειδίσαι εἴς τινα Soph. бросить упрек кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[позор]], [[бесчестие]] (ὄ. καὶ [[ψόγος]], τὸ [[φιλάργυρον]] εἶναι ὄ. λέγεταί τε καὶ ἔστιν Plat.): ὄ. ἔχειν Her. подвергнуться бесчестию;<br /><b class="num">3)</b> [[слава]], [[честь]] (Θήβαις κάλλιστον ὄ. Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym