3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> [[ὥπλιζον]], <i>f. inus., ao.</i> [[ὥπλισα]], <i>pf. inus., pqp.</i> [[ὡπλίκειν]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ὡπλίσθην]], <i>pf.</i> [[ὥπλισμαι]];<br />appareiller, mettre en état : [[κυκειῶ]] IL préparer le breuvage κυκειών ; ἄμαξαν IL équiper un char ; ἵππους XÉN harnacher des chevaux ; équiper <i>ou</i> appareiller un navire ; munir d’armes, armer : τινά, qqn ; <i>abs.</i> armer pesamment, munir d’armes pesantes (v. [[ὅπλον]]) ; <i>en gén.</i> apprêter, mettre en état;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὁπλίζομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> préparer pour soi : [[δόρπον]] IL préparer son repas ; ἵππους IL atteler pour soi des chevaux ; <i>particul.</i> armer pour soi <i>ou</i> sur soi : τοὺς πεζούς XÉN armer l'infanterie ; [[θράσος]] SOPH s'armer de courage;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s'armer : τοῖς ὅπλοις XÉN se munir de ses armes;<br /><b>2</b> se parer : [[ὅπλισθεν]] δὲ γυναῖκες OD et les femmes se parèrent (pour la danse);<br /><b>3</b> se préparer à, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὅπλον]]. | |btext=<i>impf.</i> [[ὥπλιζον]], <i>f. inus., ao.</i> [[ὥπλισα]], <i>pf. inus., pqp.</i> [[ὡπλίκειν]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ὡπλίσθην]], <i>pf.</i> [[ὥπλισμαι]];<br />appareiller, mettre en état : [[κυκειῶ]] IL préparer le breuvage κυκειών ; ἄμαξαν IL équiper un char ; ἵππους XÉN harnacher des chevaux ; équiper <i>ou</i> appareiller un navire ; munir d’armes, armer : τινά, qqn ; <i>abs.</i> armer pesamment, munir d’armes pesantes (v. [[ὅπλον]]) ; <i>en gén.</i> apprêter, mettre en état;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὁπλίζομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> préparer pour soi : [[δόρπον]] IL préparer son repas ; ἵππους IL atteler pour soi des chevaux ; <i>particul.</i> armer pour soi <i>ou</i> sur soi : τοὺς πεζούς XÉN armer l'infanterie ; [[θράσος]] SOPH s'armer de courage;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s'armer : τοῖς ὅπλοις XÉN se munir de ses armes;<br /><b>2</b> se parer : [[ὅπλισθεν]] δὲ γυναῖκες OD et les femmes se parèrent (pour la danse);<br /><b>3</b> se préparer à, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὅπλον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁπλίζω:''' (fut. ὁπλιῶ, aor. ὥπλῐσα - эп. ὅπλισα и [[ὥπλισσα]]; pass.: aor. [[ὡπλίσθην]] - 3 л. pl. ὡπλίσθησαν - эп. [[ὅπλισθεν]], pf. [[ὥπλισμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[готовить]], [[приготовлять]] ([[κυκειῶ]] = τὸν κυκεῶνα, med. [[δόρπον]] Hom.; δαῖτα Eur.): [[ὅπλισθεν]] δὲ γυναῖκες Hom. женщины приготовились (к пляске);<br /><b class="num">2)</b> [[снаряжать]], [[запрягать]] (ἅμαξαν Hom.; ἵππους Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[оснащать]] ([[νῆες]] ὁπλίζονται Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[вооружать]] (τινά Her., Thuc. etc.); med. вооружаться (φασγάνῳ [[χέρας]] Eur.; перен.: [[θράσος]] Soph.; τὴν αὐτὴν ἔννοιαν NT): ὁ. τοὺς πεζούς Xen. вооружать свою пехоту; ὁ. τοῖς ὅπλοις Xen. надеть на себя оружие;<br /><b class="num">5)</b> [[снабжать тяжелым вооружением]], [[делать тяжело вооруженным]] (τὸν δῆμον [[πρότερον]] φιλὸν [[ὄντα]] Thuc.);<br /><b class="num">6)</b> [[снабжать]], [[украшать]] (θώρακα ἐχίδνης περιβόλοις Eur.): θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι Eur. (вакханки) с тирсами в руках. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁπλίζω:''' ([[ὅπλον]]), μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ [[ὥπλισα]], Επικ. [[ὥπλισα]] — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ὡπλισάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. [[ὡπλίσσατο]] — Παθ., αόρ. αʹ [[ὡπλίσθην]], Επικ. γʹ πληθ. [[ὅπλισθεν]]· παρακ. [[ὥπλισμαι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">1.</b> [[ετοιμάζω]] ή είμαι [[έτοιμος]], [[παρασκευάζω]], λέγεται για [[φαγητό]] ή ποτό, σε Όμηρ., Ευρ. — Μέσ., [[δόρπον]] ή [[δεῖπνον]] ὁπλίζεσθαι, [[παρασκευάζω]] για τον εαυτό μου, το [[γεύμα]] μου, σε Όμηρ.· [[ὁπλίζω]] θυσίαν, [[αναθέτω]] την [[προετοιμασία]] μιας τελετουργικής θυσίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλογα αρμάτων, τα [[καθιστώ]] έτοιμα, τους φορώ την [[ιπποσκευή]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[ετοιμάζω]] τα άλογα για λογαριασμό μου, στο ίδ. — Παθ., λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για οποιαδήποτε σύνεργα, <i>λαμπὰς ὡπλισμένη</i>, έτοιμη για [[χρήση]], σε Αισχύλ.· <i>ὡπλισμένος τινί</i>, εφοδιασμένος με [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για στρατιώτες, [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]], [[αρματώνω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, [[εκπαιδεύω]], [[εξασκώ]], στον ίδ.· στην Αττ. [[πεζογραφία]], [[εξοπλίζω]] ή [[εφοδιάζω]], όπως οι <i>ὁπλῖται</i>, σε Θουκ. — Μέσ. και Παθ., ετοιμάζομαι ή εφοδιάζομαι, εξοπλίζομαι ή αρματώνομαι, είμαι [[έτοιμος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ὅπλισθεν]] (αντί <i>ὡπλίσθησαν</i>) <i>δὲ γυναῖκες</i>, οι γυναίκες ήταν έτοιμες (για να χορέψουν), στο ίδ. κ.λπ.· με απαρ., ετοιμάζομαι να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. — Μέσ., επίσης με αιτ., <i>ὁπλίζεσθαι [[χέρα]]</i>, [[οπλίζω]] το [[χέρι]] μου, σε Ευρ.· ὁπλίζεσθαι [[θράσος]], οπλίζομαι με [[θάρρος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ὁπλίζω:''' ([[ὅπλον]]), μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ [[ὥπλισα]], Επικ. [[ὥπλισα]] — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ὡπλισάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. [[ὡπλίσσατο]] — Παθ., αόρ. αʹ [[ὡπλίσθην]], Επικ. γʹ πληθ. [[ὅπλισθεν]]· παρακ. [[ὥπλισμαι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">1.</b> [[ετοιμάζω]] ή είμαι [[έτοιμος]], [[παρασκευάζω]], λέγεται για [[φαγητό]] ή ποτό, σε Όμηρ., Ευρ. — Μέσ., [[δόρπον]] ή [[δεῖπνον]] ὁπλίζεσθαι, [[παρασκευάζω]] για τον εαυτό μου, το [[γεύμα]] μου, σε Όμηρ.· [[ὁπλίζω]] θυσίαν, [[αναθέτω]] την [[προετοιμασία]] μιας τελετουργικής θυσίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλογα αρμάτων, τα [[καθιστώ]] έτοιμα, τους φορώ την [[ιπποσκευή]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[ετοιμάζω]] τα άλογα για λογαριασμό μου, στο ίδ. — Παθ., λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για οποιαδήποτε σύνεργα, <i>λαμπὰς ὡπλισμένη</i>, έτοιμη για [[χρήση]], σε Αισχύλ.· <i>ὡπλισμένος τινί</i>, εφοδιασμένος με [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για στρατιώτες, [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]], [[αρματώνω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, [[εκπαιδεύω]], [[εξασκώ]], στον ίδ.· στην Αττ. [[πεζογραφία]], [[εξοπλίζω]] ή [[εφοδιάζω]], όπως οι <i>ὁπλῖται</i>, σε Θουκ. — Μέσ. και Παθ., ετοιμάζομαι ή εφοδιάζομαι, εξοπλίζομαι ή αρματώνομαι, είμαι [[έτοιμος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ὅπλισθεν]] (αντί <i>ὡπλίσθησαν</i>) <i>δὲ γυναῖκες</i>, οι γυναίκες ήταν έτοιμες (για να χορέψουν), στο ίδ. κ.λπ.· με απαρ., ετοιμάζομαι να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. — Μέσ., επίσης με αιτ., <i>ὁπλίζεσθαι [[χέρα]]</i>, [[οπλίζω]] το [[χέρι]] μου, σε Ευρ.· ὁπλίζεσθαι [[θράσος]], οπλίζομαι με [[θάρρος]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |