Anonymous

ὄφις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ὁ) :<br /><b>1</b> serpent <i>au propre et au fig.</i><br /><b>2</b> <i>métaph. pour</i> le pénis.<br />'''Étymologie:''' p. *ὄκϜις, de la R. Ὀκ, Ὀπ, voir ; cf. [[ὄψομαι]], de même que [[δράκων]] de [[δέρκομαι]].
|btext=εως (ὁ) :<br /><b>1</b> serpent <i>au propre et au fig.</i><br /><b>2</b> <i>métaph. pour</i> le pénis.<br />'''Étymologie:''' p. *ὄκϜις, de la R. Ὀκ, Ὀπ, voir ; cf. [[ὄψομαι]], de même que [[δράκων]] de [[δέρκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄφις:''' εως и εος, ион. ιος ὁ (ο иногда долгое)<br /><b class="num">1)</b> [[змея]] ([[αἰόλος]] Hom.; [[ποικιλόνωτος]] Pind.; [[ψυχρός]] Theocr.): πτηνὸς ὄ. Aesch. пернатая змея, т. е. стрела;<br /><b class="num">2)</b> [[змейка]] (род змеевидного браслета) Men.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄφις:''' ὁ, γεν. <i>ὄφεως</i>, ποιητ. επίσης <i>ὄφεος</i>, Δωρ. και Ιων. <i>ὄφιος</i>· [[ερπετό]], [[φίδι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., <i>πτηνὸν ὄφιν</i>, λέγεται για [[βέλος]], σε Αισχύλ. [Η πρώτη [[συλλαβή]] μερικές φορές γινόταν [[μακρά]], όταν προφερόταν (και πιθ. όφειλε να γράφεται) <i>ὄπφις</i>, βλ. [[ὀχέω]].
|lsmtext='''ὄφις:''' ὁ, γεν. <i>ὄφεως</i>, ποιητ. επίσης <i>ὄφεος</i>, Δωρ. και Ιων. <i>ὄφιος</i>· [[ερπετό]], [[φίδι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., <i>πτηνὸν ὄφιν</i>, λέγεται για [[βέλος]], σε Αισχύλ. [Η πρώτη [[συλλαβή]] μερικές φορές γινόταν [[μακρά]], όταν προφερόταν (και πιθ. όφειλε να γράφεται) <i>ὄπφις</i>, βλ. [[ὀχέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄφις:''' εως и εος, ион. ιος ὁ (ο иногда долгое)<br /><b class="num">1)</b> [[змея]] ([[αἰόλος]] Hom.; [[ποικιλόνωτος]] Pind.; [[ψυχρός]] Theocr.): πτηνὸς ὄ. Aesch. пернатая змея, т. е. стрела;<br /><b class="num">2)</b> [[змейка]] (род змеевидного браслета) Men.
}}
}}
{{etym
{{etym