Anonymous

ὑποδέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />attacher sous : ἁμαξίδας ὑπ. [[τῇσι]] οὐρῇσι HDT attacher des chariots sous la queue (de petits moutons à longue queue);<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὑποδέομαι]], [[ὑποδοῦμαι]] attacher sous soi : ὑπ. κοθόρνους HDT ses cothurnes ; se chausser : ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα THC ayant le pied gauche chaussé ; <i>abs.</i> ὑποδεδεμένοι XÉN étant chaussés.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[δέω]]¹.
|btext=-ῶ :<br />attacher sous : ἁμαξίδας ὑπ. [[τῇσι]] οὐρῇσι HDT attacher des chariots sous la queue (de petits moutons à longue queue);<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὑποδέομαι]], [[ὑποδοῦμαι]] attacher sous soi : ὑπ. κοθόρνους HDT ses cothurnes ; se chausser : ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα THC ayant le pied gauche chaussé ; <i>abs.</i> ὑποδεδεμένοι XÉN étant chaussés.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[δέω]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποδέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подвязывать]] (τί τινι Her.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[подвязывать себе]], [[надевать на ноги]] (κοθόρνους Her.; σανδάλια NT): ὑποδήματα ὑποδεδεμένος Plat. надев обувь, обувшись;<br /><b class="num">3)</b> обувать(ся): ὑποδεδεμένος τὸν ἀριστερὸν [[πόδα]] Thuc. с обутой левой ногой.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποδέω:''' μέλ. -[[δήσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[δένω]] ή [[προσδένω]] από [[κάτω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ιδίως]] [[υποδένω]] τα πόδια, δηλ. ποδαίνω, [[διότι]] τα σανδάλια ή τα πέδιλα προσδένονταν με λουριά στα πόδια, σε Πλάτ. — Μέσ., [[δένω]] στα πόδια μου, [[βάζω]], φορώ τα παπούτσια μου, υποδήματά μου, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης με αιτ., <i>ὑποδησάμενος κοθόρνους</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Παθ. παρακ., <i>ὑποδήματα ὑποδεδεμένος</i>, με παντόφλες στα πόδια του, σε Πλάτ.· και απόλ., <i>ὑποδεδεμένοι</i>, φορώντας τα παπούτσια τους, σε Ξεν.· ομοίως, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν [[πόδα]], με [[παπούτσι]] στο αριστερό [[πόδι]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ὑποδέω:''' μέλ. -[[δήσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[δένω]] ή [[προσδένω]] από [[κάτω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ιδίως]] [[υποδένω]] τα πόδια, δηλ. ποδαίνω, [[διότι]] τα σανδάλια ή τα πέδιλα προσδένονταν με λουριά στα πόδια, σε Πλάτ. — Μέσ., [[δένω]] στα πόδια μου, [[βάζω]], φορώ τα παπούτσια μου, υποδήματά μου, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης με αιτ., <i>ὑποδησάμενος κοθόρνους</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Παθ. παρακ., <i>ὑποδήματα ὑποδεδεμένος</i>, με παντόφλες στα πόδια του, σε Πλάτ.· και απόλ., <i>ὑποδεδεμένοι</i>, φορώντας τα παπούτσια τους, σε Ξεν.· ομοίως, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν [[πόδα]], με [[παπούτσι]] στο αριστερό [[πόδι]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποδέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подвязывать]] (τί τινι Her.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[подвязывать себе]], [[надевать на ноги]] (κοθόρνους Her.; σανδάλια NT): ὑποδήματα ὑποδεδεμένος Plat. надев обувь, обувшись;<br /><b class="num">3)</b> обувать(ся): ὑποδεδεμένος τὸν ἀριστερὸν [[πόδα]] Thuc. с обутой левой ногой.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj