Anonymous

ὑσμίνη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />combat, mêlée : ὑσμίνην ἀρτύνειν IL engager le combat ; πρώτῃ [[ἐν]] ὑσμίνῃ IL au premier rang des combattants.<br />'''Étymologie:''' cf. R. <i>skr.</i> Yudh « combattre ».
|btext=ης (ἡ) :<br />combat, mêlée : ὑσμίνην ἀρτύνειν IL engager le combat ; πρώτῃ [[ἐν]] ὑσμίνῃ IL au premier rang des combattants.<br />'''Étymologie:''' cf. R. <i>skr.</i> Yudh « combattre ».
}}
{{elru
|elrutext='''ὑσμίνη:''' (ῑ) ἡ схватка, сражение, бой Hom., Hes.: πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ Hom. в первых рядах сражающихся.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑσμίνη:''' [ῑ], ἡ, [[αγώνας]], [[πάλη]], [[μάχη]], [[σύγκρουση]], σε Ομήρ. Ιλ.· κατά μεταπλασμό, Επικ. δοτ. [[ὑσμῖνι]], όπως αν προερχόταν από τα <i>ὑσμίν</i> ή <i>ὑσμίς</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''ὑσμίνη:''' [ῑ], ἡ, [[αγώνας]], [[πάλη]], [[μάχη]], [[σύγκρουση]], σε Ομήρ. Ιλ.· κατά μεταπλασμό, Επικ. δοτ. [[ὑσμῖνι]], όπως αν προερχόταν από τα <i>ὑσμίν</i> ή <i>ὑσμίς</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑσμίνη:''' (ῑ) ἡ схватка, сражение, бой Hom., Hes.: πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ Hom. в первых рядах сражающихся.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj