Anonymous

πω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ion. κω, enklit. Partikel, [[noch]], [[je]], [[irgend]]; gewöhnlich bei Hom. u. Hes.; bei Pind. immer nach einer Negation, [[οὔπω]], [[μήπω]], [[οὐδέπω]], [[μηδέπω]], noch nicht, die oben angeführt sind, wie [[οὐπώποτε]], [[οὐδεπώποτε]]. – Ohne Verneinung in Fragen, die nur ein anderer Ausdruck für eine Negation sind; Soph. O. R. 1130; [[πόλις]] ἀφισταμένη [[τίς]] πω τούτῳ ἐπεχείρησε, welche irgend abtrünnige Stadt, Thuc. 3, 45. – Es ist ursprünglich dor. = που, und wurde nach den VLL. von den Doriern, bes. den Siciliern auch für [[πόθεν]] gebraucht; πῶ τις ὄνον ὠνασῆται; Sophron bei E. M., wovon soll man einen Esel kaufen? Vgl. [[πώμαλα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ion. κω, enklit. Partikel, [[noch]], [[je]], [[irgend]]; gewöhnlich bei Hom. u. Hes.; bei Pind. immer nach einer Negation, [[οὔπω]], [[μήπω]], [[οὐδέπω]], [[μηδέπω]], noch nicht, die oben angeführt sind, wie [[οὐπώποτε]], [[οὐδεπώποτε]]. – Ohne Verneinung in Fragen, die nur ein anderer Ausdruck für eine Negation sind; Soph. O. R. 1130; [[πόλις]] ἀφισταμένη [[τίς]] πω τούτῳ ἐπεχείρησε, welche irgend abtrünnige Stadt, Thuc. 3, 45. – Es ist ursprünglich dor. = που, und wurde nach den VLL. von den Doriern, bes. den Siciliern auch für [[πόθεν]] gebraucht; πῶ τις ὄνον ὠνασῆται; Sophron bei E. M., wovon soll man einen Esel kaufen? Vgl. [[πώμαλα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πω''': Ἰων. κω, ἐγκλιτ. [[μόριον]], [[μέχρι]] τοῦδε, ἀκόμη, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., ὡς τὸ Λατ. -dum (non-dum), μεθ’ ἧς [[πολλάκις]] ἀποτελεῖ μίαν λέξιν [[οὔπω]], [[μήπω]], ἡ δὲ [[χρῆσις]] ἐπεκράτησε μετὰ [[ταῦτα]]· ἴδε [[οὔπω]], [[μήπω]], οὐδέπω, [[μηδέπω]], οὔτιπω, καὶ [[μάλιστα]]· τὸ [[πώποτε]]· - [[ἐνίοτε]] περεμβάλλεται ἄλλη τις [[λέξις]], οὐδ’ ἄρα πώ τι ᾔδεε Ἰλ. Ρ. 401, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 27. 512, Σοφ. Ο. Τ. 105, Τρ. 591, 1061, κτλ· μὴ ξυναλλάξαντά πω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1110. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον [[ἐνίοτε]] κεῖται μετ’ ἐρωτήσεων, αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν, ἢ ξυναλλάξας τί πω; - οὐχ [[ὥστε]] γ’ εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο [[αὐτόθι]] 1130 [[πόλις]] ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε Θουκ. 3. 45· ἴδε ἐν λ. [[πώποτε]].
|elnltext=πω, Ion. κω [~ πο-] encl. partikel nog, meestal met ontk.:; μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους laten we de paarden nog niet losmaken Il. 23.7; οὐδεὶς δέ πω nog niemand Hp. Vict. 69; meestal in compos. met ontk., zie οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, οὐπώποτε, μηδεπώποτε. ooit, met ontk.:; οὔ πω τλήσομ’ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρᾶσθαι ik zal het nooit verdragen met eigen ogen te zien Il. 3.306; μή πώ τι μεθίετε θούριδος ἀλκῆς laat jullie onstuimige kracht toch nooit verslappen Il. 4.234; post-hom. in vragen met ontkennende strekking:. ἦ ξυνήλλαξάς τί πω; heb je hem ooit wel eens ontmoet? Soph. OT 1130; πόλις... ἀφισταμένη τίς πω... τούτῳ ἐπεχείρησεν; welke stad die afvallig werd heeft dat ooit ondernomen? Thuc. 3.45.2.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 28:
|lsmtext='''πω:''' Ιων. κω, εγκλιτ. [[μόριο]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μέχρι]] αυτή τη [[στιγμή]], [[ακόμη]], [[σχεδόν]] πάντα με [[άρνηση]] (όπως το Λατ. -[[dum]] στο [[non]]-[[dum]]) με την οποία αποτελεί μια [[λέξη]], [[οὔπω]], [[μήπω]]·<br /><b class="num">II.</b> [[μετά]] τον Όμηρο με ερωτήσεις που υπονοούν [[άρνηση]], σε Σοφ., Θουκ.
|lsmtext='''πω:''' Ιων. κω, εγκλιτ. [[μόριο]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μέχρι]] αυτή τη [[στιγμή]], [[ακόμη]], [[σχεδόν]] πάντα με [[άρνηση]] (όπως το Λατ. -[[dum]] στο [[non]]-[[dum]]) με την οποία αποτελεί μια [[λέξη]], [[οὔπω]], [[μήπω]]·<br /><b class="num">II.</b> [[μετά]] τον Όμηρο με ερωτήσεις που υπονοούν [[άρνηση]], σε Σοφ., Θουκ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πω, Ion. κω [~ πο-] encl. partikel nog, meestal met ontk.:; μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους laten we de paarden nog niet losmaken Il. 23.7; οὐδεὶς δέ πω nog niemand Hp. Vict. 69; meestal in compos. met ontk., zie οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, οὐπώποτε, μηδεπώποτε. ooit, met ontk.:; οὔ πω τλήσομ’ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρᾶσθαι ik zal het nooit verdragen met eigen ogen te zien Il. 3.306; μή πώ τι μεθίετε θούριδος ἀλκῆς laat jullie onstuimige kracht toch nooit verslappen Il. 4.234; post-hom. in vragen met ontkennende strekking:. ἦ ξυνήλλαξάς τί πω; heb je hem ooit wel eens ontmoet? Soph. OT 1130; πόλις... ἀφισταμένη τίς πω... τούτῳ ἐπεχείρησεν; welke stad die afvallig werd heeft dat ooit ondernomen? Thuc. 3.45.2.
|lstext='''πω''': Ἰων. κω, ἐγκλιτ. [[μόριον]], [[μέχρι]] τοῦδε, ἀκόμη, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., ὡς τὸ Λατ. -dum (non-dum), μεθ’ ἧς [[πολλάκις]] ἀποτελεῖ μίαν λέξιν [[οὔπω]], [[μήπω]], ἡ δὲ [[χρῆσις]] ἐπεκράτησε μετὰ [[ταῦτα]]· ἴδε [[οὔπω]], [[μήπω]], οὐδέπω, [[μηδέπω]], οὔτιπω, καὶ [[μάλιστα]]· τὸ [[πώποτε]]· - [[ἐνίοτε]] περεμβάλλεται ἄλλη τις [[λέξις]], οὐδ’ ἄρα πώ τι ᾔδεε Ἰλ. Ρ. 401, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 27. 512, Σοφ. Ο. Τ. 105, Τρ. 591, 1061, κτλ· μὴ ξυναλλάξαντά πω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1110. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον [[ἐνίοτε]] κεῖται μετ’ ἐρωτήσεων, αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν, ἢ ξυναλλάξας τί πω; - οὐχ [[ὥστε]] γ’ εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο [[αὐτόθι]] 1130 [[πόλις]] ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε Θουκ. 3. 45· ἴδε ἐν λ. [[πώποτε]].
}}
}}
{{etym
{{etym