Anonymous

ἀβακέως: Difference between revisions

From LSJ
m
eles replacement
(6_23)
 
m (eles replacement)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβακέως''': καὶ ἀβακῶς, ἐπίρρ. [[πράως]], ἡσύχως· «[[ἀβακέως]] εὔδοντι.» Ἐτυμ. Μ. 2) ἀσυνέτως, Ποιητ.
|lstext='''ἀβακέως''': καὶ ἀβακῶς, ἐπίρρ. [[πράως]], ἡσύχως· «[[ἀβακέως]] εὔδοντι.» Ἐτυμ. Μ. 2) ἀσυνέτως, Ποιητ.
}}
{{eles
|esgtx=[[tranquilamente]]
}}
}}