3,274,313
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[προς]] κάποιον ή [[προς]] [[κάτι]], [[πλησιάζω]] ένα [[πρόσωπο]] ή σε έναν χώρο (α. «στην [[εξέδρα]] άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] [[κάπου]] λόγω υποχρέωσης, [[παρουσιάζομαι]] [[κάπου]] για [[εκπλήρωση]] ενός χρέους (α. «να προσέλθει ο [[επόμενος]] [[μάρτυρας]]» β. «μετὰ φόβου θεοῦ, πίστεως και ἀγάπης προσέλθετε», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πηγαίνω]], εμφανίζομαι [[κάπου]] προκειμένου να συμμετάσχω σε μια [[ενέργεια]] ή [[εκδήλωση]] («ο [[αντιπρόεδρος]] του συμβουλίου δεν προσήλθε στη [[συνεδρίαση]]» β. «στις εξετάσεις προσήλθαν όλοι [[σχεδόν]] οι υποψήφιοι»)<br /><b>μσν.</b><br />τελούμαι, συντελούμαι, [[γίνομαι]] («διαθήκην [[γενέσθαι]] ἢ γάμον προσελθεῖν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] εντατικά με [[κάτι]] (α. «πυκνότερον προσερχόμενοι πειρώμεθα προκόπτειν ἐν ταῖς ἐντολαῑς τοῦ Κυρίου», Κλήμ. Ρώμ.<br />β. «[[μηδὲ]] πρὸς ἓν πρᾶγμ' [[ἴδιον]] προσεληλυθέναι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> μεταστρέφομαι, [[ασπάζομαι]] νέα [[θρησκεία]] («πολλοὶ ὡσπερεὶ ἄκοντες προσεληλύθασι χριστιανισμῷ», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] για να βαπτιστώ («προσῆλθέ ποτε καὶ [[Σίμων]] τῷ λουτρῷ... γέγραπται δὲ πρὸς νουθεσίαν τῶν [[μέχρι]] [[σήμερον]] προσερχομένων», Κύριλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επιτίθεμαι («οἱ | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[προς]] κάποιον ή [[προς]] [[κάτι]], [[πλησιάζω]] ένα [[πρόσωπο]] ή σε έναν χώρο (α. «στην [[εξέδρα]] άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] [[κάπου]] λόγω υποχρέωσης, [[παρουσιάζομαι]] [[κάπου]] για [[εκπλήρωση]] ενός χρέους (α. «να προσέλθει ο [[επόμενος]] [[μάρτυρας]]» β. «μετὰ φόβου θεοῦ, πίστεως και ἀγάπης προσέλθετε», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πηγαίνω]], εμφανίζομαι [[κάπου]] προκειμένου να συμμετάσχω σε μια [[ενέργεια]] ή [[εκδήλωση]] («ο [[αντιπρόεδρος]] του συμβουλίου δεν προσήλθε στη [[συνεδρίαση]]» β. «στις εξετάσεις προσήλθαν όλοι [[σχεδόν]] οι υποψήφιοι»)<br /><b>μσν.</b><br />τελούμαι, συντελούμαι, [[γίνομαι]] («διαθήκην [[γενέσθαι]] ἢ γάμον προσελθεῖν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] εντατικά με [[κάτι]] (α. «πυκνότερον προσερχόμενοι πειρώμεθα προκόπτειν ἐν ταῖς ἐντολαῑς τοῦ Κυρίου», Κλήμ. Ρώμ.<br />β. «[[μηδὲ]] πρὸς ἓν πρᾶγμ' [[ἴδιον]] προσεληλυθέναι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> μεταστρέφομαι, [[ασπάζομαι]] νέα [[θρησκεία]] («πολλοὶ ὡσπερεὶ ἄκοντες προσεληλύθασι χριστιανισμῷ», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] για να βαπτιστώ («προσῆλθέ ποτε καὶ [[Σίμων]] τῷ λουτρῷ... γέγραπται δὲ πρὸς νουθεσίαν τῶν [[μέχρι]] [[σήμερον]] προσερχομένων», Κύριλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επιτίθεμαι («οἱ ἱππεῖς αὐτῶν παρεσκευασμένοι πρὸς τοὺς ἱππέας προσέρχονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> παραδίνομαι, [[συνθηκολογώ]] («ὑμῖν δὲ πιστεύσαντες προσήλθομεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσεταιρίζομαι]], [[παίρνω]] με το [[μέρος]] μου κάποιον («καὶ τἆλλ' οὕτω προσελήλυθεν [[πάντα]] πρὸς ὑμᾱς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (για προσόδους) [[εισέρχομαι]] στο [[ταμείο]] («τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι προσῆλθε τῶν ἀπὸ Λαυρείου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(γιαπρόσ.)</b> [[περνώ]] τον καιρό μου, [[διαμένω]] [[κάπου]]<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]] σε [[ιερό]] ως [[ικέτης]]<br /><b>7.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[προστίθεμαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |