Anonymous

παρατίθημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θέτω]], [[τοποθετώ]] [[κοντά]] ή [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[παραθέτω]], [[προσφέρω]], [[σερβίρω]] [[φαγητό]] (α. «ἀφοῦ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ.<br />β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[μπροστά]] μου ή [[κοντά]] μου, [[δίνω]] [[εντολή]] να τοποθετήσουν [[κοντά]] μου [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ παρατιθέντες</i><br />αυτοί που παρέθεταν τα φαγητά στο [[τραπέζι]], οι σερβιτόροι<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ παρατιθέμενα</i><br />τα προσφερόμενα φαγητά<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[θέτω]] ή [[δίνω]] [[εντολή]] να παρατεθεί [[τροφή]] [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[εναποθέτω]] [[τροφή]] [[πάνω]] στον τάφο ενός νεκρού («τῷ νεκρῷ πάντων παρτιθεῑ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[δίνω]]<br /><b>7.</b> (για [[μητέρα]]) [[παρέχω]] τον μαστό για θηλασμό<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> [[δίνω]] όνομα σε [[χωριό]] ή [[τοποθεσία]] («[[οὗτος]] ἦν ὁ τῷ χωρίῳ τὸ [[ὄνομα]] παραθέμένος Κελεάς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> [[εκθέτω]] αντικείμενα για [[πούλημα]]<br /><b>10.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («στεφάνους παρέθηκε καρήατι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[προβάλλω]], [[παρέχω]] εξηγήσεις [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>12.</b> [[αναφέρω]], [[παρουσιάζω]] («[[ἄλλην]] παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς», ΚΔ)<br /><b>13.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρω]] ή [[αναφέρω]] [[κάτι]] για [[υποστήριξη]] ή ως [[μαρτυρία]] («διὰ ταῦτα καὶ τὸν μῡθον παρεθέμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>14.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]] («παρατίθεσθαι ἔννοιαν τινος», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>15.</b> [[αναφέρω]] [[περίπτωση]], [[παράδειγμα]]<br /><b>16.</b> <b>πάπ.</b> [[συνιστώ]] με συστατική [[επιστολή]]<br /><b>17.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁμοῦ λύπας ἡδοναῑς παρατιθέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] για να βρω ομοιότητες ή διαφορές («τοῦτον μὲν οὖν ἐπίτηδες ἐκείνῷ παρεθήκαμεν», <b>Πλούτ.</b>)19. <b>μέσ.</b> [[καταθέτω]], [[εμπιστεύομαι]] σε κάποιον [[καθετί]] που μού ανήκει, [[καταθέτω]] για [[φύλαξη]] («τούτου τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>μέσ.</b> [[παραδίνω]] κάποιον στη [[φροντίδα]] άλλου («παρατίθεσθαί τινι ὀρφανόν», Αρρ.)<br /><b>21.</b> <b>μέσ.</b> [[εναποθέτω]], [[παραδίνω]] («[[πάτερ]], εἰς χεῑράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῡμὰ μου», ΚΔ)<br /><b>22.</b> <b>μέσ.</b> [[αποτολμώ]], [[διακινδυνεύω]], [[εκθέτω]] σε κίνδυνο («σφᾱς γὰρ παρθέμενοι [[κεφαλάς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>23.</b> <b>μέσ.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] για κάποιο σκοπό, [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] με δική μου [[πρωτοβουλία]] για κάποιο σκοπό («τὴν ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῖσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>24.</b> <b>φρ.</b><br />α) «οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι» — αυτοί που τρέφονταν φτωχικά, με ελάχιστη [[δαπάνη]]<br />β) «παρατίθεμαι ἐκδόσεις» — [[παραθέτω]], [[αναφέρω]] τις εκδόσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίθημι]] «[[τοποθετώ]]»].
|mltxt=δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θέτω]], [[τοποθετώ]] [[κοντά]] ή [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[παραθέτω]], [[προσφέρω]], [[σερβίρω]] [[φαγητό]] (α. «ἀφοῦ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ.<br />β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[μπροστά]] μου ή [[κοντά]] μου, [[δίνω]] [[εντολή]] να τοποθετήσουν [[κοντά]] μου [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ παρατιθέντες</i><br />αυτοί που παρέθεταν τα φαγητά στο [[τραπέζι]], οι σερβιτόροι<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ παρατιθέμενα</i><br />τα προσφερόμενα φαγητά<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[θέτω]] ή [[δίνω]] [[εντολή]] να παρατεθεί [[τροφή]] [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[εναποθέτω]] [[τροφή]] [[πάνω]] στον τάφο ενός νεκρού («τῷ νεκρῷ πάντων παρτιθεῖ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[δίνω]]<br /><b>7.</b> (για [[μητέρα]]) [[παρέχω]] τον μαστό για θηλασμό<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> [[δίνω]] όνομα σε [[χωριό]] ή [[τοποθεσία]] («[[οὗτος]] ἦν ὁ τῷ χωρίῳ τὸ [[ὄνομα]] παραθέμένος Κελεάς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> [[εκθέτω]] αντικείμενα για [[πούλημα]]<br /><b>10.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («στεφάνους παρέθηκε καρήατι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[προβάλλω]], [[παρέχω]] εξηγήσεις [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>12.</b> [[αναφέρω]], [[παρουσιάζω]] («[[ἄλλην]] παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς», ΚΔ)<br /><b>13.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρω]] ή [[αναφέρω]] [[κάτι]] για [[υποστήριξη]] ή ως [[μαρτυρία]] («διὰ ταῦτα καὶ τὸν μῡθον παρεθέμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>14.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]] («παρατίθεσθαι ἔννοιαν τινος», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>15.</b> [[αναφέρω]] [[περίπτωση]], [[παράδειγμα]]<br /><b>16.</b> <b>πάπ.</b> [[συνιστώ]] με συστατική [[επιστολή]]<br /><b>17.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁμοῦ λύπας ἡδοναῑς παρατιθέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] για να βρω ομοιότητες ή διαφορές («τοῦτον μὲν οὖν ἐπίτηδες ἐκείνῷ παρεθήκαμεν», <b>Πλούτ.</b>)19. <b>μέσ.</b> [[καταθέτω]], [[εμπιστεύομαι]] σε κάποιον [[καθετί]] που μού ανήκει, [[καταθέτω]] για [[φύλαξη]] («τούτου τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>μέσ.</b> [[παραδίνω]] κάποιον στη [[φροντίδα]] άλλου («παρατίθεσθαί τινι ὀρφανόν», Αρρ.)<br /><b>21.</b> <b>μέσ.</b> [[εναποθέτω]], [[παραδίνω]] («[[πάτερ]], εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῡμὰ μου», ΚΔ)<br /><b>22.</b> <b>μέσ.</b> [[αποτολμώ]], [[διακινδυνεύω]], [[εκθέτω]] σε κίνδυνο («σφᾱς γὰρ παρθέμενοι [[κεφαλάς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>23.</b> <b>μέσ.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] για κάποιο σκοπό, [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] με δική μου [[πρωτοβουλία]] για κάποιο σκοπό («τὴν ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῖσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>24.</b> <b>φρ.</b><br />α) «οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι» — αυτοί που τρέφονταν φτωχικά, με ελάχιστη [[δαπάνη]]<br />β) «παρατίθεμαι ἐκδόσεις» — [[παραθέτω]], [[αναφέρω]] τις εκδόσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίθημι]] «[[τοποθετώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm