Anonymous

ἄσμενος: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
(CSV import)
Line 45: Line 45:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[readily]], [[willing]], [[willingly]]
|woodrun=[[readily]], [[willing]], [[willingly]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[πολύ]] εὐχαριστημένος, εὐτυχισμένος). Ἀπό τη ρίζα σϝαδ- τοῦ [[ἁνδάνω]] ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[ἥδομαι]], [[ἡδύς]], ἧδος, [[ἡδονή]]. Τό [[ἄσμενος]] εἶναι μετ. μέσ. ἀόρ. α΄ [[ἀντί]] ἡσμένος (μετ. παθητ. παρακ. τοῦ [[ἥδομαι]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἀσμενίζω]] (=[[δέχομαι]] κάτι εὐχάριστα), [[ἀσμένισις]], [[ἀσμενισμός]], [[ἀσμενιστός]], [[ἀσμενιστέον]], [[ἀσμένως]].
}}
}}