Anonymous

οἰωνός: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
(CSV import)
Line 45: Line 45:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[omen]], [[bird of omen]], [[bird of prey]], [[omen from birds]]
|woodrun=[[omen]], [[bird of omen]], [[bird of prey]], [[omen from birds]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ὄρνεο, πουλί μαντικό, σημάδι, [[μαντεία]]). Ἀπό τό [[οἶος]] (=[[μόνος]]) γιατί τά ὄρνεα ζοῦν [[μόνα]] τους.<br><b>Παράγωγα:</b> [[οἰωνίζομαι]] (=[[μαντεύω]] ἀπό τό πέταγμα καί τίς κραυγές τῶν πουλιῶν), [[οἰώνισμα]], [[οἰωνισμός]], [[οἰωνιστήριον]], [[οἰωνιστής]], [[οἰωνιστικός]], καί τά σύνθ. [[οἰωνοπόλος]] (=[[μάντις]]), οἰωνοσκοπῶ, [[οἰωνοσκόπος]], [[οἰωνοσκοπία]], [[οἰωνοθέτης]] (=αὐτός πού ἑρμηνεύει [[τούς]] οἰωνούς), [[οἰωνόθροος]] (=αὐτός πού ἀνήκει στήν [[κραυγή]] τῶν πουλιῶν), [[οἰωνοκτόνος]], ον (=αὐτός πού σκοτώνει πουλιά).
}}
}}