3,273,659
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φωνήεις:''' | |elrutext='''φωνήεις:''' φωνήεσσα, φωνῆεν, дор. [[φωνάεις]] (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[одаренный речью]], [[говорящий]] (ζῷα Hes., Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[звучащий]], [[раздающийся]] ([[μέλος]] Pind.): τὰ φωνήεντα (γράμματα) Plat., Plut., Luc. гласные звуки или буквы;<br /><b class="num">3)</b> [[оглашаемый криками]], [[шумный]] (θέατρα Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωνήεις''': | |lstext='''φωνήεις''': φωνήεσσα, φωνῆεν, Δωρ. [[φωνάεις]] [ᾱ], ἀλλ’ ἐν χρήσει οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, [[οἷον]] Πλουτ., Σέξτ. Ἐμπ., κλπ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 639· συνῃρ. ἐν τῷ πληθ. φωνᾶντα, Πινδ. Ο. 2. 152· ― ὁ ἐκπέμπων φωνήν, πεπροικισμένος μὲ λόγον ἢ μὲ φωνήν, ζῴοισιν ἐοικότα φωνήεσσι Ἡσ. Θεογ. 584·, τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει Πινδ. Ι. 4. 68 (3. 58), πρβλ. Σαπφ. 24, Εὐρ. Τρῳ. 440· βέλη (δηλ. ἔπη) φωνᾶντα συνετοῖσι Πινδ. Ο. 2. 152· φ. θέατρα Πλάτ. Νόμ. 700Ε· φ. ζῷα, πεπροικισμένα μὲ φωνήν, μὲ λόγον, Ξεν. Ἀπομν. 2, 7, 13· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ζῷα ψοφητικά, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 1. 1, 29. 2) ἐπὶ μέλους, τὸ τῇ φωνῇ μόνον φωνηθέν, [[ἄνευ]] δηλ. μουσικοῦ ὀργάνου, ἢ τὸ «πολυθρύλητον» κατὰ τὸν Σχολ. Πιν. Ο. 9. 2. 3) τὰ φωνήεντα (μετὰ τοῦ γράμματα ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), τὰ καθ’ ἑαυτὰ ἀποτελοῦντα φωνήν, τὰ φωνήεντα, ἴδε ἐν λ. [[ἄφωνος]]· στοιχεῖα φ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100· πρβλ. φωνὴ Ι. 3. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αιολ. και δωρ. τ. [[φωνάεις]], | |mltxt=και αιολ. και δωρ. τ. [[φωνάεις]], φωνάεσσα, φωνᾶεν, και συνηρ. τ. φωνῆς, -ῆντος, Α<br /><b>1.</b> ο [[προικισμένος]] με [[φωνή]], αυτός που έχει και εκπέμπει [[φωνή]] («ζώοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[καθαρός]], [[σαφής]]<br /><b>3.</b> (για τη [[λύρα]]) αυτός που παράγει μουσικό ήχο<br /><b>4.</b> (για [[τραγούδι]]) αυτός που εκτελείται μόνο με τη [[φωνή]], [[χωρίς]] τη [[συνοδεία]] μουσικού οργάνου<br /><b>5.</b> η [[προσωνυμία]] ορισμένων σημείων του ζωδιακού κύκλου<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[φωνήεν]].<br />ΕΤΥΜΟΛ. <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ.</b> και -<i>όεις</i>), <b>πρβλ.</b> [[τολμήεις]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |