Anonymous

κορικός: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
mNo edit summary
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κορικός]], -ή, -όν) [[κόρη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κόρη]], [[κοριτσίστικος]], [[παρθενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κόρη]] του ματιού («[[κορικός]] [[υμένας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην [[Περσεφόνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορικῶς</i> (Α)<br />με τον τρόπο κοριτσιού, σαν [[κορίτσι]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κορικός]], -ή, -όν) [[κόρη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κόρη]], [[κοριτσίστικος]], [[παρθενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κόρη]] του ματιού («[[κορικός]] [[υμένας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην [[Περσεφόνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορικῶς</i> (Α)<br />με τον τρόπο κοριτσιού, σαν [[κορίτσι]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[mädchenhaft]], [[zärtlich]]</i>, von Poll. 2.17 [[verworfen]].<br><span class="ggns">• Adv.</span>, [[κορικῶς]] αἰσχύνεσθαι, <i>wie ein [[Mädchen]]</i> sich schämen, Alciphr. 3.2; καὶ [[ἡσυχῆ]] βαδίζειν Ael. <i>H.A</i>. 2.38.
}}
}}