Anonymous

θύρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό ρίζα θυρ-, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[θύραζε]] (=ἔξω ἀπό τήν πόρτα), [[θύραθεν]] (=ἔξω), [[θυραῖος]], [[θύρασι]] (ἐπιρρ. ἔξω), [[θυραυλέω]] (=ζῶ στό ὕπαιθρο), [[θυραυλία]], [[θύραυλος]], [[θυρεός]] (=[[πέτρα]] πού κρατάει κλειστή τήν πόρτα, [[μεγάλη]] ἀσπίδα), [[θυρεοειδής]], [[θύριον]] (ὑποκορ.), [[θυρίς]] -ίδος (ὑποκορ.), [[θυρόω]] -ῶ (=κλείνω μέ πόρτα), [[θύρωμα]] (=παράθυρο), [[θυρωτός]], [[θυρωρός]] (=[[φύλακας]] τῆς πόρτας).
|mantxt=Ἀπό ρίζα θυρ-, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[θύραζε]] (=ἔξω ἀπό τήν πόρτα), [[θύραθεν]] (=[[ἔξω]]), [[θυραῖος]], [[θύρασι]] (ἐπιρρ. ἔξω), [[θυραυλέω]] (=ζῶ στό ὕπαιθρο), [[θυραυλία]], [[θύραυλος]], [[θυρεός]] (=[[πέτρα]] πού κρατάει κλειστή τήν πόρτα, [[μεγάλη]] ἀσπίδα), [[θυρεοειδής]], [[θύριον]] (ὑποκορ.), [[θυρίς]] -ίδος (ὑποκορ.), [[θυρόω]] -ῶ (=κλείνω μέ πόρτα), [[θύρωμα]] (=[[παράθυρο]]), [[θυρωτός]], [[θυρωρός]] (=[[φύλακας]] τῆς πόρτας).
}}
}}
{{elmes
{{elmes