Anonymous

βόσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 59: Line 59:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ὁδηγῶ στή [[βοσκή]], τρέφομαι). Ἀπό ρίζα βοτ. Θέμα: βο + [[πρόσφυμα]] σκ + κατάληξη ω → βό+σκ+ω → [[βόσκω]]. Μέ μετάπτωση τό βο ἔγινε βω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[βοσκή]], [[βόσκημα]], βοσκήματα (=θρεφτάρια), [[βόσκησις]], [[βοσκός]], [[βοσκητέον]], [[βοσκάς]] (=[[αὐτή]] πού τρέφεται), [[βοσκηματώδης]] (=[[κτηνώδης]]), [[βοτάνη]] (=χορτάρι), τά [[βοτάμια]] (=βοσκές), [[βοτήρ]] (=[[βοσκός]]), [[βοτόν]] (=[[κτῆνος]]), [[βόσις]] (=[[τροφή]]), [[αἰγίβοσις]], [[αἰγίβοσκος]], [[εὔβοτος]], [[μηλόβοτος]], [[αἰγίβοτος]], ἄβοτος (=[[χωρίς]] [[βοσκή]]), [[συβώτης]] (=[[χοιροβοσκός]]), [[βώτωρ]] (=[[βοσκός]]), [[βωτιάνειρα]] (=[[αὐτή]] πού τρέφει ἄντρες), [[ἱππόβοτος]].
|mantxt=(=ὁδηγῶ στή [[βοσκή]], τρέφομαι). Ἀπό ρίζα βοτ. Θέμα: βο + [[πρόσφυμα]] σκ + κατάληξη ω → βό+σκ+ω → [[βόσκω]]. Μέ μετάπτωση τό βο ἔγινε βω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[βοσκή]], [[βόσκημα]], βοσκήματα (=[[θρεφτάρια]]), [[βόσκησις]], [[βοσκός]], [[βοσκητέον]], [[βοσκάς]] (=[[αὐτή]] πού τρέφεται), [[βοσκηματώδης]] (=[[κτηνώδης]]), [[βοτάνη]] (=[[χορτάρι]]), τά [[βοτάμια]] (=[[βοσκές]]), [[βοτήρ]] (=[[βοσκός]]), [[βοτόν]] (=[[κτῆνος]]), [[βόσις]] (=[[τροφή]]), [[αἰγίβοσις]], [[αἰγίβοσκος]], [[εὔβοτος]], [[μηλόβοτος]], [[αἰγίβοτος]], ἄβοτος (=[[χωρίς]] [[βοσκή]]), [[συβώτης]] (=[[χοιροβοσκός]]), [[βώτωρ]] (=[[βοσκός]]), [[βωτιάνειρα]] (=[[αὐτή]] πού τρέφει ἄντρες), [[ἱππόβοτος]].
}}
}}