3,274,306
edits
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 56: | Line 56: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=σιτάρι). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τό [[ψίω]] (=[[τρίβω]], [[κοπανίζω]]), ([[ψίξ]] = ψίχουλο) [[ἀντί]] ψῖτος.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σιτάριον]] (ὑποκορ.), [[σιτεύω]], [[σιτεία]], [[σίτευσις]], [[σιτεύσιμος]], [[σιτευτής]], [[σιτευτός]], [[σιτέω]] -ῶ (=[[τρέφω]]), [[σιτηρέσιον]] (=ζωοτροφές), [[σιτηρός]], [[σίτησις]] (=[[τροφή]]), [[σιτίζω]], [[σιτικός]], [[σιτίον]], [[σίτισις]], [[ἐπισίτισις]], [[σίτισμα]], [[ἐπισίτισμα]], [[σιτιστής]], [[σιτιστός]], [[ἐπισιτισμός]], [[σιτών]] (=χωράφι σιταριοῦ) καί τά σύνθ.: [[σιταγωγός]], [[σιτοδεία]], σιτοδοτῶ, [[σιτοποιός]], σιτοποιῶ, [[παράσιτος]], παρασιτῶ, [[σύσσιτος]], συσσιτῶ, [[συσσίτιον]]. | |mantxt=(=[[σιτάρι]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τό [[ψίω]] (=[[τρίβω]], [[κοπανίζω]]), ([[ψίξ]] = ψίχουλο) [[ἀντί]] ψῖτος.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σιτάριον]] (ὑποκορ.), [[σιτεύω]], [[σιτεία]], [[σίτευσις]], [[σιτεύσιμος]], [[σιτευτής]], [[σιτευτός]], [[σιτέω]] -ῶ (=[[τρέφω]]), [[σιτηρέσιον]] (=[[ζωοτροφές]]), [[σιτηρός]], [[σίτησις]] (=[[τροφή]]), [[σιτίζω]], [[σιτικός]], [[σιτίον]], [[σίτισις]], [[ἐπισίτισις]], [[σίτισμα]], [[ἐπισίτισμα]], [[σιτιστής]], [[σιτιστός]], [[ἐπισιτισμός]], [[σιτών]] (=χωράφι σιταριοῦ) καί τά σύνθ.: [[σιταγωγός]], [[σιτοδεία]], σιτοδοτῶ, [[σιτοποιός]], σιτοποιῶ, [[παράσιτος]], παρασιτῶ, [[σύσσιτος]], συσσιτῶ, [[συσσίτιον]]. | ||
}} | }} |