Anonymous

σῖτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 56: Line 56:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=σιτάρι). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τό [[ψίω]] (=[[τρίβω]], [[κοπανίζω]]), ([[ψίξ]] = ψίχουλο) [[ἀντί]] ψῖτος.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σιτάριον]] (ὑποκορ.), [[σιτεύω]], [[σιτεία]], [[σίτευσις]], [[σιτεύσιμος]], [[σιτευτής]], [[σιτευτός]], [[σιτέω]] -ῶ (=[[τρέφω]]), [[σιτηρέσιον]] (=ζωοτροφές), [[σιτηρός]], [[σίτησις]] (=[[τροφή]]), [[σιτίζω]], [[σιτικός]], [[σιτίον]], [[σίτισις]], [[ἐπισίτισις]], [[σίτισμα]], [[ἐπισίτισμα]], [[σιτιστής]], [[σιτιστός]], [[ἐπισιτισμός]], [[σιτών]] (=χωράφι σιταριοῦ) καί τά σύνθ.: [[σιταγωγός]], [[σιτοδεία]], σιτοδοτῶ, [[σιτοποιός]], σιτοποιῶ, [[παράσιτος]], παρασιτῶ, [[σύσσιτος]], συσσιτῶ, [[συσσίτιον]].
|mantxt=(=[[σιτάρι]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τό [[ψίω]] (=[[τρίβω]], [[κοπανίζω]]), ([[ψίξ]] = ψίχουλο) [[ἀντί]] ψῖτος.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σιτάριον]] (ὑποκορ.), [[σιτεύω]], [[σιτεία]], [[σίτευσις]], [[σιτεύσιμος]], [[σιτευτής]], [[σιτευτός]], [[σιτέω]] -ῶ (=[[τρέφω]]), [[σιτηρέσιον]] (=[[ζωοτροφές]]), [[σιτηρός]], [[σίτησις]] (=[[τροφή]]), [[σιτίζω]], [[σιτικός]], [[σιτίον]], [[σίτισις]], [[ἐπισίτισις]], [[σίτισμα]], [[ἐπισίτισμα]], [[σιτιστής]], [[σιτιστός]], [[ἐπισιτισμός]], [[σιτών]] (=χωράφι σιταριοῦ) καί τά σύνθ.: [[σιταγωγός]], [[σιτοδεία]], σιτοδοτῶ, [[σιτοποιός]], σιτοποιῶ, [[παράσιτος]], παρασιτῶ, [[σύσσιτος]], συσσιτῶ, [[συσσίτιον]].
}}
}}