Anonymous

χαλκός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 56: Line 56:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τό [[χαλάω]] ([[ἐπειδή]] [[ἔχει]] ἐλαστικότητα), [[ἴσως]] ἀκόμη νά σχετίζεται μέ τό [[χάλυψ]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χαλκεύω]], [[χαλκεία]] (=ἡ [[τέχνη]] τοῦ σιδηρουργοῦ), [[χαλκεῖον]] (=σιδηρουργεῖο), [[χάλκειος]] (=[[χάλκινος]]), [[χαλκοῦς]], [[χάλκευμα]], [[χαλκεύς]], [[χαλκευτέον]], [[χαλκευτήριον]], [[χαλκευτής]], [[χαλκευτικός]], [[χαλκευτός]], [[χαλκήρης]], [[χαλκίζω]] (=[[λάμπω]] σάν [[χαλκός]]), [[χαλκίον]] (=[[χύτρα]]), [[χαλκίς]], [[χαλκοβαρής]], [[χαλκουργός]], [[χαλκουργεῖον]], [[χάλκωμα]] (=χάλκινο ἀγγεῖο).
|mantxt=Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τό [[χαλάω]] ([[ἐπειδή]] [[ἔχει]] ἐλαστικότητα), [[ἴσως]] ἀκόμη νά σχετίζεται μέ τό [[χάλυψ]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χαλκεύω]], [[χαλκεία]] (=ἡ [[τέχνη]] τοῦ σιδηρουργοῦ), [[χαλκεῖον]] (=[[σιδηρουργεῖο]]), [[χάλκειος]] (=[[χάλκινος]]), [[χαλκοῦς]], [[χάλκευμα]], [[χαλκεύς]], [[χαλκευτέον]], [[χαλκευτήριον]], [[χαλκευτής]], [[χαλκευτικός]], [[χαλκευτός]], [[χαλκήρης]], [[χαλκίζω]] (=[[λάμπω]] σάν [[χαλκός]]), [[χαλκίον]] (=[[χύτρα]]), [[χαλκίς]], [[χαλκοβαρής]], [[χαλκουργός]], [[χαλκουργεῖον]], [[χάλκωμα]] (=χάλκινο ἀγγεῖο).
}}
}}
{{elmes
{{elmes