3,273,724
edits
Line 56: | Line 56: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τό [[χαλάω]] ([[ἐπειδή]] [[ἔχει]] ἐλαστικότητα), [[ἴσως]] ἀκόμη νά σχετίζεται μέ τό [[χάλυψ]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χαλκεύω]], [[χαλκεία]] (=ἡ [[τέχνη]] τοῦ σιδηρουργοῦ), [[χαλκεῖον]] (=σιδηρουργεῖο), [[χάλκειος]] (=[[χάλκινος]]), [[χαλκοῦς]], [[χάλκευμα]], [[χαλκεύς]], [[χαλκευτέον]], [[χαλκευτήριον]], [[χαλκευτής]], [[χαλκευτικός]], [[χαλκευτός]], [[χαλκήρης]], [[χαλκίζω]] (=[[λάμπω]] σάν [[χαλκός]]), [[χαλκίον]] (=[[χύτρα]]), [[χαλκίς]], [[χαλκοβαρής]], [[χαλκουργός]], [[χαλκουργεῖον]], [[χάλκωμα]] (=χάλκινο ἀγγεῖο). | |mantxt=Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τό [[χαλάω]] ([[ἐπειδή]] [[ἔχει]] ἐλαστικότητα), [[ἴσως]] ἀκόμη νά σχετίζεται μέ τό [[χάλυψ]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χαλκεύω]], [[χαλκεία]] (=ἡ [[τέχνη]] τοῦ σιδηρουργοῦ), [[χαλκεῖον]] (=[[σιδηρουργεῖο]]), [[χάλκειος]] (=[[χάλκινος]]), [[χαλκοῦς]], [[χάλκευμα]], [[χαλκεύς]], [[χαλκευτέον]], [[χαλκευτήριον]], [[χαλκευτής]], [[χαλκευτικός]], [[χαλκευτός]], [[χαλκήρης]], [[χαλκίζω]] (=[[λάμπω]] σάν [[χαλκός]]), [[χαλκίον]] (=[[χύτρα]]), [[χαλκίς]], [[χαλκοβαρής]], [[χαλκουργός]], [[χαλκουργεῖον]], [[χάλκωμα]] (=χάλκινο ἀγγεῖο). | ||
}} | }} | ||
{{elmes | {{elmes |