Anonymous

θρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+), " to "$1$2, $3, "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+), " to "$1, , ")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=σπάνω, θρυματίζω, παθητ.: κάνω νάζια, [[ὑπερηφανεύομαι]]). Ἀπό ρίζα τερ- τοῦ [[τείρω]] (=[[τρίβω]], ταλαιπωρῶ) καί ἀπό ρίζα τρυ-, ἀπό ὅπου καί τό [[τρύχω]], [[τρύω]], [[τρυφή]]. Θέμα: τρυφ + [[πρόσφυμα]] τ + ω → τρύφ-τ-ω καί μέ [[τροπή]] τοῦ φ σέ π καί τοῦ τ σε θ → τρύπτω → [[θρύπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[θρύμμα]] (=[[συντρίμμι]]), [[θρυπτικός]] (=[[εὔθραυστος]]), [[ἔνθρυπτος]], [[ἄθρυπτος]], [[εὔθρυπτος]], [[θρύψις]], [[τρυφή]] (=τρυφερότητα, [[πολυτέλεια]]), τρυφῶ (=ζῶ μέ [[πολυτέλεια]]), [[τρύφημα]], [[ἐντρύφημα]], [[τρυφητής]] (=[[ἀκόλαστος]]), [[τρυφερός]], [[τρυφερότης]], [[τρυφηλός]], [[τρύφος]], τό (=[[κομμάτι]]).
|mantxt=(=[[σπάνω]], [[θρυματίζω]], παθητ.: κάνω νάζια, [[ὑπερηφανεύομαι]]). Ἀπό ρίζα τερ- τοῦ [[τείρω]] (=[[τρίβω]], ταλαιπωρῶ) καί ἀπό ρίζα τρυ-, ἀπό ὅπου καί τό [[τρύχω]], [[τρύω]], [[τρυφή]]. Θέμα: τρυφ + [[πρόσφυμα]] τ + ω → τρύφ-τ-ω καί μέ [[τροπή]] τοῦ φ σέ π καί τοῦ τ σε θ → τρύπτω → [[θρύπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[θρύμμα]] (=[[συντρίμμι]]), [[θρυπτικός]] (=[[εὔθραυστος]]), [[ἔνθρυπτος]], [[ἄθρυπτος]], [[εὔθρυπτος]], [[θρύψις]], [[τρυφή]] (=τρυφερότητα, [[πολυτέλεια]]), τρυφῶ (=ζῶ μέ [[πολυτέλεια]]), [[τρύφημα]], [[ἐντρύφημα]], [[τρυφητής]] (=[[ἀκόλαστος]]), [[τρυφερός]], [[τρυφερότης]], [[τρυφηλός]], [[τρύφος]], τό (=[[κομμάτι]]).
}}
}}