Anonymous

τιμωρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βοηθός]], [[ἐκδικητής]]). Συνηρημ. ἀπό τό δωρ. τιμάϝορος → [[τιμή]] + [[οὖρος]] (=[[φύλακας]]) ἤ ἀπό τό [[τιμή]] + ϝοράω-ῶ ἤ [[ὤρα]] (=[[φροντίδα]]). Μπορεῖ ἀκόμη γιά β´ σύνθ. νά εἶναι τό [[ἄρνυμαι]] (=παίρνω, [[κερδίζω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τιμωρῶ, [[τιμώρημα]], [[τιμωρησείω]] (ἐφετικό), [[τιμώρησις]], [[τιμωρητέον]], [[τιμωρητέος]], [[τιμωρητής]] καί [[τιμωρητήρ]], [[τιμωρητικός]], [[ἀτιμώρητος]], ἀτιμωρήτως, [[τιμωρία]].
|mantxt=(=[[βοηθός]], [[ἐκδικητής]]). Συνηρημ. ἀπό τό δωρ. τιμάϝορος → [[τιμή]] + [[οὖρος]] (=[[φύλακας]]) ἤ ἀπό τό [[τιμή]] + ϝοράω-ῶ ἤ [[ὤρα]] (=[[φροντίδα]]). Μπορεῖ ἀκόμη γιά β´ σύνθ. νά εἶναι τό [[ἄρνυμαι]] (=[[παίρνω]], [[κερδίζω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τιμωρῶ, [[τιμώρημα]], [[τιμωρησείω]] (ἐφετικό), [[τιμώρησις]], [[τιμωρητέον]], [[τιμωρητέος]], [[τιμωρητής]] καί [[τιμωρητήρ]], [[τιμωρητικός]], [[ἀτιμώρητος]], ἀτιμωρήτως, [[τιμωρία]].
}}
}}