Anonymous

σπεύδω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 56: Line 56:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἐπιταχύνω]], βιάζομαι). Ἀπό ρίζα σπευδ-. καί μέ μετάπτωση σπουδ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σπευστέον]], [[σπευστικός]], [[σπευστός]], [[ἐσπευσμένως]], [[σπουδή]] (=[[ταχύτητα]], [[προθυμία]]), [[σπουδαῖος]] (=[[γρήγορος]], [[σοβαρός]], [[δραστήριος]]), [[σπουδάζω]], [[κενόσπουδος]], [[σπουδαίως]], [[σπουδαιότης]].
|mantxt=(=[[ἐπιταχύνω]], [[βιάζομαι]]). Ἀπό ρίζα σπευδ-. καί μέ μετάπτωση σπουδ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σπευστέον]], [[σπευστικός]], [[σπευστός]], [[ἐσπευσμένως]], [[σπουδή]] (=[[ταχύτητα]], [[προθυμία]]), [[σπουδαῖος]] (=[[γρήγορος]], [[σοβαρός]], [[δραστήριος]]), [[σπουδάζω]], [[κενόσπουδος]], [[σπουδαίως]], [[σπουδαιότης]].
}}
}}