Anonymous

ὀργή: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  6 December 2022
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀργή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φυσική]] [[ροπή]] ή [[κλίση]], [[χαρακτήρας]] κάποιου, [[ιδιοσυγκρασία]], [[προδιάθεση]], [[φύση]], σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.· <i>ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι</i>, σε Πίνδ.· <i>ὀργαὶ ἀστυνόμοι</i>, οι διαθέσεις της κοινωνίας, σε Σοφ.· πρὸς τὰ παρόντα [[τὰς]] [[ὀργὰς]] ὁμοιοῦν, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πάθος]], [[εμπάθεια]], [[θυμός]], [[οργή]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ὀργῇ [[χάριν]] [[δοῦναι]], σε Σοφ.· <i>ὀργῇ εἴκειν</i>, σε Ευρ.· <i>δι' ὀργῆς ἔχειν τινά</i>, σε Θουκ.· <i>ἐν ὀργῇ ἔχειν</i> ή <i>ποιεῖσθαί τινα</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επιρρ. χρήσεις, <i>ὀργῇ</i>, με θυμό, σε [[κατάσταση]] θυμού, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>δι' ὀργῆς</i>, <i>ἐξ ὀργῆς</i>, <i>κατ' ὀργήν</i>, σε Σοφ.· <i>μετ' ὀργῆς</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>Πανὸς ὀργαί</i>, κρίσεις πανικού (δηλ. έντονες φοβίες σταλμένες από τον Πάνα), σε Ευρ.· [[αλλά]], [[ὀργή]] τινος, [[οργή]] [[εναντίον]] κάποιου ή προς [[κάτι]], σε Σοφ.· ἱερῶν [[ὀργάς]], [[οργή]] [[έναντι]] ή εξαιτίας των ιερών τελετουργιών, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀργή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φυσική]] [[ροπή]] ή [[κλίση]], [[χαρακτήρας]] κάποιου, [[ιδιοσυγκρασία]], [[προδιάθεση]], [[φύση]], σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.· <i>ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι</i>, σε Πίνδ.· <i>ὀργαὶ ἀστυνόμοι</i>, οι διαθέσεις της κοινωνίας, σε Σοφ.· πρὸς τὰ παρόντα τὰς [[ὀργὰς]] ὁμοιοῦν, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πάθος]], [[εμπάθεια]], [[θυμός]], [[οργή]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ὀργῇ [[χάριν]] [[δοῦναι]], σε Σοφ.· <i>ὀργῇ εἴκειν</i>, σε Ευρ.· <i>δι' ὀργῆς ἔχειν τινά</i>, σε Θουκ.· <i>ἐν ὀργῇ ἔχειν</i> ή <i>ποιεῖσθαί τινα</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επιρρ. χρήσεις, <i>ὀργῇ</i>, με θυμό, σε [[κατάσταση]] θυμού, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>δι' ὀργῆς</i>, <i>ἐξ ὀργῆς</i>, <i>κατ' ὀργήν</i>, σε Σοφ.· <i>μετ' ὀργῆς</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>Πανὸς ὀργαί</i>, κρίσεις πανικού (δηλ. έντονες φοβίες σταλμένες από τον Πάνα), σε Ευρ.· [[αλλά]], [[ὀργή]] τινος, [[οργή]] [[εναντίον]] κάποιου ή προς [[κάτι]], σε Σοφ.· ἱερῶν [[ὀργάς]], [[οργή]] [[έναντι]] ή εξαιτίας των ιερών τελετουργιών, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{etym
{{etym