Anonymous

συμβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "τί τιν" to "τί τιν")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 42: Line 42:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έβᾰλον</i>, παρακ. <i>-βᾰλεῖν</i>, παρακ. -[[βέβληκα]] — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εβλήθην</i>· ο [[Όμηρος]] παραθέτει έναν αμτβ. αόρ. βʹ <i>συμβλήτην</i>, <i>-βλήμεναι</i> — Μέσ., <i>σύμβλητο</i>, <i>-βληντο</i>, <i>-βληται</i>, -[[βλήμενος]], με μέλ. [[συμβλήσομαι]], βʹ ενικ. [[συμβλήσεαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] από κοινού, [[εξακοντίζω]] μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· [[συνενώνω]] τα ρεύματα των ποταμών, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]] μαζί, [[συγκλείω]], [[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[κλείνω]] τα μάτια, κατά τον ύπνο ή τον θάνατο, σε Αισχύλ.· [[αλλά]], ποῖον [[ὄμμα]] συμβαλῶ; πώς θα συναντήσει το [[βλέμμα]] μου το [[βλέμμα]] της; σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[ενώνω]], [[συμβάλλω]] σχοινία, [[συστρέφω]] τα [[σχοινιά]], σε Αριστοφ.· [[ξυμβάλλω]] [[τὰς]] δεξιάς, [[δίνω]] τα χέρια, [[πραγματοποιώ]] [[χειραψία]], σε Ευρ.· [[συμβάλλω]] λόγους, στον ίδ. — Παθ., <i>κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας</i>, [[κριθάρι]] που έχει ριχτεί σε σωρούς [[μπροστά]] στα άλογα, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> [[συμβάλλω]] συμβόλαιά τινι ή [[πρός]] τινα, [[συνάπτω]] [[συμβόλαιο]] με κάποιον, του [[δανείζω]] χρήματα με [[ενέχυρο]], σε Δημ.· [[συμβόλαιον]] εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον, [[δανεισμός]] χρημάτων με ενεχυριασμό των [[δούλων]] ως [[εξασφάλιση]], στον ίδ.· απόλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">7.</b> [[συνεισφέρω]], [[δανείζω]], σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τὸ μὴ ἀγανακτεῖν ἄλλα πολλὰ συμβάλλεται</i>, πολλές περιστάσεις συμβάλλουν ώστε να μην [[αισθάνομαι]] [[αγανάκτηση]], σε Πλάτ.· <i>συμβάλλεσθαι εἰς</i> ή [[πρός]] τι, [[συνεισφέρω]], [[συντελώ]], [[χρησιμεύω]] σε [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. διαιρ., ξυμβάλλεται πολλὰ [[τοῦδε]] δείματος, [[πολλά]] πράγματα συνεισφέρουν το μερίδιό τους σ' αυτόν τον φόβο, δηλ. συμβάλλουν στο να προκαλείται, σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> <i>συμβάλλεσθαι γνώμας</i>, προσθέτω την άποψή μου σε κείνη των άλλων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">9.</b> <i>συμβάλλειν λόγους</i>, [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]]· και <i>συμβάλλειν</i>, απόλ., όπως το Λατ. conferre αντί conferre sermonem, [[συμβάλλω]] [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., <i>συμβάλλεσθαι λόγους</i>, σε Ξεν.· <i>συμβάλλεσθαί τι</i>, έχω [[κάτι]] να πω, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φέρνω]] τους άντρες αντιμέτωπους, με αρνητική [[σημασία]], [[στρέφω]] τον έναν [[εναντίον]] του άλλου, τους [[βάζω]] να πολεμήσουν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Μέσ., ενώνομαι στη [[μάχη]] με κάποιον.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[έρχομαι]] μαζί, [[πιάνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[έρχομαι]] στα χέρια, σε [[ρήξη]], [[συγκρούομαι]], <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[συμβάλλω]] μάχην, Λατ. committere pugnam, σε Ευρ.· ἔχθραν [[συμβάλλω]] τινί, στον ίδ.· μεταφ., <i>συμβαλεῖν ἔπη [[κακά]]</i>, [[αντικρούω]] τις ύβρεις με άσχημα [[λόγια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ., [[έρχομαι]] σε [[επαφή]] με κάποιον, τον [[συναντώ]] κατά [[τύχη]], με δοτ., σε Όμηρ., ο [[οποίος]] χρησιμοποιεί Επικ. αόρ. βʹ <i>ξύμβλητο</i> και μέλ. [[συμβλήσομαι]], αποκλειστικά με τη [[σημασία]] αυτή.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[βάζω]] μαζί, δίπλα, [[ενώνω]], [[συνάπτω]], [[συνάγω]], και στην Παθ., [[αντιστοιχώ]], αναλογώ, [[συνάδω]], [[ταιριάζω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.· τι [[πρός]] τι, σε Πλάτ. — Παθ., τὸ Βαβυλώνιον [[τάλαντον]] συμβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοεικόν, το Βαβυλωνιακό [[τάλαντο]] ([[νόμισμα]]) συγκρινόμενο, παραβαλλόμενο με το Ευβοϊκό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ., [[βάζω]] δίπλα, [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συγκρίνω]] την προσωπική μου [[γνώμη]] με τα γεγονότα, και ως εκ [[τούτου]] [[συμπεραίνω]], [[τεκμαίρομαι]], [[εικάζω]], [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., [[βρίσκω]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b>στη Μέσ., [[συμφωνώ]], [[προσδιορίζω]] από κοινού, [[καθορίζω]] μαζί με κάποιον, σε Ξεν.
|lsmtext='''συμβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έβᾰλον</i>, παρακ. <i>-βᾰλεῖν</i>, παρακ. -[[βέβληκα]] — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εβλήθην</i>· ο [[Όμηρος]] παραθέτει έναν αμτβ. αόρ. βʹ <i>συμβλήτην</i>, <i>-βλήμεναι</i> — Μέσ., <i>σύμβλητο</i>, <i>-βληντο</i>, <i>-βληται</i>, -[[βλήμενος]], με μέλ. [[συμβλήσομαι]], βʹ ενικ. [[συμβλήσεαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] από κοινού, [[εξακοντίζω]] μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· [[συνενώνω]] τα ρεύματα των ποταμών, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]] μαζί, [[συγκλείω]], [[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[κλείνω]] τα μάτια, κατά τον ύπνο ή τον θάνατο, σε Αισχύλ.· [[αλλά]], ποῖον [[ὄμμα]] συμβαλῶ; πώς θα συναντήσει το [[βλέμμα]] μου το [[βλέμμα]] της; σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[ενώνω]], [[συμβάλλω]] σχοινία, [[συστρέφω]] τα [[σχοινιά]], σε Αριστοφ.· [[ξυμβάλλω]] τὰς δεξιάς, [[δίνω]] τα χέρια, [[πραγματοποιώ]] [[χειραψία]], σε Ευρ.· [[συμβάλλω]] λόγους, στον ίδ. — Παθ., <i>κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας</i>, [[κριθάρι]] που έχει ριχτεί σε σωρούς [[μπροστά]] στα άλογα, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> [[συμβάλλω]] συμβόλαιά τινι ή [[πρός]] τινα, [[συνάπτω]] [[συμβόλαιο]] με κάποιον, του [[δανείζω]] χρήματα με [[ενέχυρο]], σε Δημ.· [[συμβόλαιον]] εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον, [[δανεισμός]] χρημάτων με ενεχυριασμό των [[δούλων]] ως [[εξασφάλιση]], στον ίδ.· απόλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">7.</b> [[συνεισφέρω]], [[δανείζω]], σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τὸ μὴ ἀγανακτεῖν ἄλλα πολλὰ συμβάλλεται</i>, πολλές περιστάσεις συμβάλλουν ώστε να μην [[αισθάνομαι]] [[αγανάκτηση]], σε Πλάτ.· <i>συμβάλλεσθαι εἰς</i> ή [[πρός]] τι, [[συνεισφέρω]], [[συντελώ]], [[χρησιμεύω]] σε [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. διαιρ., ξυμβάλλεται πολλὰ [[τοῦδε]] δείματος, [[πολλά]] πράγματα συνεισφέρουν το μερίδιό τους σ' αυτόν τον φόβο, δηλ. συμβάλλουν στο να προκαλείται, σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> <i>συμβάλλεσθαι γνώμας</i>, προσθέτω την άποψή μου σε κείνη των άλλων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">9.</b> <i>συμβάλλειν λόγους</i>, [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]]· και <i>συμβάλλειν</i>, απόλ., όπως το Λατ. conferre αντί conferre sermonem, [[συμβάλλω]] [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., <i>συμβάλλεσθαι λόγους</i>, σε Ξεν.· <i>συμβάλλεσθαί τι</i>, έχω [[κάτι]] να πω, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φέρνω]] τους άντρες αντιμέτωπους, με αρνητική [[σημασία]], [[στρέφω]] τον έναν [[εναντίον]] του άλλου, τους [[βάζω]] να πολεμήσουν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Μέσ., ενώνομαι στη [[μάχη]] με κάποιον.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[έρχομαι]] μαζί, [[πιάνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[έρχομαι]] στα χέρια, σε [[ρήξη]], [[συγκρούομαι]], <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[συμβάλλω]] μάχην, Λατ. committere pugnam, σε Ευρ.· ἔχθραν [[συμβάλλω]] τινί, στον ίδ.· μεταφ., <i>συμβαλεῖν ἔπη [[κακά]]</i>, [[αντικρούω]] τις ύβρεις με άσχημα [[λόγια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ., [[έρχομαι]] σε [[επαφή]] με κάποιον, τον [[συναντώ]] κατά [[τύχη]], με δοτ., σε Όμηρ., ο [[οποίος]] χρησιμοποιεί Επικ. αόρ. βʹ <i>ξύμβλητο</i> και μέλ. [[συμβλήσομαι]], αποκλειστικά με τη [[σημασία]] αυτή.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[βάζω]] μαζί, δίπλα, [[ενώνω]], [[συνάπτω]], [[συνάγω]], και στην Παθ., [[αντιστοιχώ]], αναλογώ, [[συνάδω]], [[ταιριάζω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.· τι [[πρός]] τι, σε Πλάτ. — Παθ., τὸ Βαβυλώνιον [[τάλαντον]] συμβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοεικόν, το Βαβυλωνιακό [[τάλαντο]] ([[νόμισμα]]) συγκρινόμενο, παραβαλλόμενο με το Ευβοϊκό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ., [[βάζω]] δίπλα, [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συγκρίνω]] την προσωπική μου [[γνώμη]] με τα γεγονότα, και ως εκ [[τούτου]] [[συμπεραίνω]], [[τεκμαίρομαι]], [[εικάζω]], [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., [[βρίσκω]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b>στη Μέσ., [[συμφωνώ]], [[προσδιορίζω]] από κοινού, [[καθορίζω]] μαζί με κάποιον, σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj