3,274,313
edits
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ikanos | |Transliteration C=ikanos | ||
|Beta Code=i(kano/s | |Beta Code=i(kano/s | ||
|Definition=[ῐ], ή, όν, ([[ἱκνέομαι]]) < | |Definition=[ῐ], ή, όν, ([[ἱκνέομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[sufficing]], [[becoming]], [[befitting]]; prose Adj., used two or three times by Trag. (v. infr.):<br><span class="bld">I</span> of persons, [[sufficient]], [[competent]] to [[do]] a thing, c. inf., [[Herodotus|Hdt.]]3.45, Antipho 1.15, etc.; ἱκανὸς [[τεκμηριῶσαι]] [[sufficient]] to [[prove]] a [[point]], Th.1.9; ἱκανώτατος [[εἰπεῖν]] καὶ [[γνῶναι]] Lys.2.42; τίς σοῦ ἱκανώτερος πεῖσαι; [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.4.12; ἱκανὸς [[ζημιοῦν]] = with [[sufficient]] [[power]] to [[punish]], Id.''Lac.''8.4; ἱκανὸς [[βοηθεῖν]] Pl. ''Phdr.''277a, cf. ''R.''365a; ἱκανὸς ὥστε γνῶναι Id.''Lg.''875a, cf. ''Phdr.''258b; ἱκανὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν Plb.25.3.6, al.: c. acc. rei, ἀνὴρ γνώμην ἱ. a man of [[sufficient]] [[prudence]], [[Herodotus|Hdt.]]3.4; [[ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν]] = [[sufficiently]] [[versed in]] [[medicine]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.15: c. dat. rei, ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 467d; οἱ τοῖς χρήμασιν ἱκανώτατοι X.''Eq.''2.1: c. dat. pers., [[a match for]], [[equivalent to]], εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱ. ἰδιώταις [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 322c, cf. ''Tht.''169a: abs., ἱ. Ἁπόλλων [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''377; οἱ ἱκανώτατοι τῶν πολιτῶν Isoc. 12.132; κριτὴς ἱκανώτερος Id.10.38; ἱκανὸς σοφιστής Pl.''Ly.''204a; αὐληταὶ ἱ. ὡς πρὸς ἰδιώτας = very [[tolerable]] in comparison with... Id.''Prt.''327c; γυνὴ ἱ. μέν, [[ἄγροικος]] δέ Luc.''DDeor.''20.3; ὁ Ἱκανός = the [[Almighty]], [[LXX]] ''Ru.'' 1.21.<br><span class="bld">2</span> in bad sense, [[capable]], ἱ. εἶ λαλῶν κατακόψαι πάντα Men.''Sam.''69.<br><span class="bld">II</span> of things, in amount, [[sufficient]], [[adequate]], τὰ ἀρκοῦνθ' ἱ. τοῖς γε σώφροσιν E.''Ph.''554; ἱ. τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.''Lys.''1047; [[ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται]] = the enemies have had [[success]] [[enough]], Th.7.77; ἱκανὸς [[εἴς]], [[ἐπί]], πρός τι, X.''Hier.''4.9, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 371e, ''Prt.''322b; [πρόβατα] ἱ. ἐς φορβήν [[Herodotus|Hdt.]]4.121; of size, [[large enough]], οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἁττικῆς Th.1.2; οὐδ' ἦν ἱκανά σοι.. μέλαθρα.. [[ἐγκαθυβρίζειν]] = not [[large]] [[enough]] to [[riot]] in, E.''Tr.''996; χώρα ἱ. τρέφειν τοὺς τότε [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 373d, al.; of number or magnitude, [[considerable]], λῦπαι Antipho 2.2.2; [[μέρος τῶν ὄντων]] ib.2.1.6, etc.; of [[time]], [[considerable]], [[long]], ἱ. χρόνον Ar.''Pax''354 (lyr.); ἱ. χρόνος τινὶ [[ἐπιλαθέσθαι]] Lys.3.10; ἱκανόν ἐστί τινι Damox.1.1: with personal constr., ἔφη ἱκανὸς αὐτὸς ἀτυχῶν εἶναι Is.2.7.<br><span class="bld">2</span> [[sufficient]], [[satisfactory]], ἱ. μαρτυρίαν παρέχεσθαι [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 179b; ἱ. λόγῳ ἀποδεῖξαι Id.''Hp.Mi.''369c; τὸ ἱκανὸν [[λαμβάνειν]] to [[take]] [[security]] or [[bail]], Act.Ap.17.9, ''OGI''629.100 (Palmyra, ii A.D.); τὸ ἱκανὸν [[ποιεῖν]] = give [[security]], Plb.32.3.13, D.L.4.50, Just.''Nov.''86.4 (but simply, [[satisfy]], τῷ ὄχλῳ ''Ev.Marc.''15.15); ἱ. δοῦναι ''PSI''6.554.23 (iii B.C.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''294.23 (i A.D.); [[ἐφ' ἱκανόν]] = [[ἱκανῶς]], Plb.11.25.1, [[Diodorus Siculus|D.S.]]11.40.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[ἱκανῶς]] = [[sufficiently]], [[adequately]], Th.6.92, etc.; λαγόνες λαπαραὶ ἱ. [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''5.30, cf. Arist.''Phgn.'' 807b26; ἱ. εἴρηται περί τινος Id.''EN''1096a3, al.; later, [[considerably]], [[amply]], Philostr.''VA''3.6, ''VS''1.8.3, Ant.Lib.7.7; [[fully]], μιᾶς ὥρας ἱ. παρελθούσης Ptol.''Alm.''4.6.<br><span class="bld">b</span> [[excessively]], οὔτε γὰρ ἱ. ὑγρόν ἐστι = not [[too]] [[moist]], Gal.6.765, cf. 767,768; ἱ. βλαβερά Id.''Vict.Att.''8; παχὺ ἱ. [[αἷμα]] ibid.<br><span class="bld">2</span> [[ἱκανῶς ἔχειν]] to [[be sufficient]], Th.1.91, etc.; [[ἱκανῶς ἐχέτω]] = [[let this be enough]], Pl.''Sph.''245e; ἱ. ἔχει πρός τι Id.''R.''430c, cf. [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.3.22; περί τινος [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 402a; [[ἱκανῶς ἔχειν τινί]] = to [[be sufficiently supplied with]].., Id.''Grg.''493c; ἱ. ἔχειν τοῦ βάθους Id.''Tht.''194d; ἐπιστήμης Id.''Phlb.''62a; ἱκανῶς πεφυκέναι πρὸς τἆλλα Id.''Chrm.''158b: abs., Antipho 2.1.1: Sup. [[ἱκανωτάτως]] Hp.''de Arte''12; [[ἱκανώτατα]] [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 67a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 16: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui va bien à qqn <i>ou</i> à qch ; suffisant, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> suffisant, | |btext=ή, όν :<br />qui va bien à qqn <i>ou</i> à qch ; suffisant, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> [[suffisant]], [[convenable]] : [[οὐχ]] ἱκανὴς οὔσης τῆς Ἀττικὴς ἀποικίας ἐξέπεμψαν THC l'Attique n'étant pas suffisante (pour les contenir) ils envoyèrent des colonies au dehors ; πλοῖα ἱκανὰ ἀριθμῷ XÉN embarcations en nombre suffisant ; ἱκανὸς πρός τι, [[εἴς]] τι, [[ἐπί]] τι, suffisant pour qch ; avec l'inf. : ἱκανὸς τὸ κελευόμενον ποιεῖν XÉN (serviteur) propre à faire ce qu'on lui commande, qui suffit à la besogne ; <i>abs.</i> τὰ ἱκανά ISOCR le suffisant, le nécessaire;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> suffisant par l'intelligence, le talent, la puissance, le mérite, <i>etc.</i> : ἀνὴρ ἱκανὸς γνώμην HDT homme d'une grande prudence ; ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν XÉN homme versé dans la médecine ; avec un dat. : ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ PLAT homme suffisant par l'expérience et par l'âge ; ἱκανὸς τεκμηριῶσαι THC, [[πεῖσαι]] XÉN capable de prouver, de persuader ; ἱκανὸς ζημιοῦν XÉN qui a des pouvoirs suffisants pour punir ; <i>abs.</i> ἱκανὸς [[Ἀπόλλων]] SOPH Apollon est assez puissant (pour cela) ; suffisant, (pour) suffisamment grand, puissant, <i>etc., càd</i> grand, puissant, <i>etc.</i><br /><i>Cp.</i> ἱκανώτερος, <i>Sp.</i> ἱκανώτατος.<br />'''Étymologie:''' R. Ἱκ, cf. [[ἱκνέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 25: | Line 25: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ικανός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[επιδεξιότητα]] να κάνει [[κάτι]], [[επιδέξιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) [[επαρκής]], [[πολύς]], [[ικανοποιητικός]] («[[έκτοτε]] διέρρευσε [[ικανός]] [[χρόνος]]»)<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[επιτήδειος]], [[αδίστακτος]] (α. «[[είναι]] [[ικανός]] για όλα» β. «ἱκανὸς εἶ λαλῶν κατακόψαι [[πάντα]]», Μέν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[στράτευση]], για [[παροχή]] στρατιωτικών υπηρεσιών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον βοηθητικό και τον ανίκανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεν σέ έχω ικανό να το κάνεις» <br />α) δεν [[νομίζω]] ότι μπορείς να το κάνεις<br />β) αν τολμάς κάνε το<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιεί, ο [[ικανοποιητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱκανόν</i><br />κατάλληλη, [[επαρκής]] [[ποσότητα]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μεθ' ἱκανόν» — [[μετά]] από αρκετό καιρό, ύστερα από πολύ καιρό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]], [[άξιος]]<br /><b>2.</b> (για τον θεό) [[παντοδύναμος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱκανὸν ποιῶ τινί» — [[παρέχω]] [[ικανοποίηση]], [[ικανοποιώ]] μια [[παράκληση]], [[επιθυμία]] κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόπαλος]], [[ισοδύναμος]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ ἱκανὸν [[λαμβάνω]]» — [[παίρνω]] χρηματική ή [[ηθική]] [[ικανοποίηση]] για [[κάτι]]<br />β) «τὸν ἱκανὸν ποιῶ» — [[δίνω]] [[ικανοποίηση]], [[παρέχω]] [[εγγύηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ικανώς</i> και <i>ικανά</i> (ΑΜ ίκανῶς) αρκετά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αξιόλογα, [[σημαντικά]]<br /><b>2.</b> εξ ολοκλήρου, εντελώς<br /><b>3.</b> υπερβολικά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἱκανῶς ἔχειν» — [[είμαι]] [[ικανός]], [[αρκετός]], [[επαρκής]]<br />β) «ἱκανῶς ἐχέτω» — ας [[είναι]] αυτό αρκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ικανός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[επιδεξιότητα]] να κάνει [[κάτι]], [[επιδέξιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) [[επαρκής]], [[πολύς]], [[ικανοποιητικός]] («[[έκτοτε]] διέρρευσε [[ικανός]] [[χρόνος]]»)<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[επιτήδειος]], [[αδίστακτος]] (α. «[[είναι]] [[ικανός]] για όλα» β. «ἱκανὸς εἶ λαλῶν κατακόψαι [[πάντα]]», Μέν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[στράτευση]], για [[παροχή]] στρατιωτικών υπηρεσιών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον βοηθητικό και τον ανίκανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεν σέ έχω ικανό να το κάνεις» <br />α) δεν [[νομίζω]] ότι μπορείς να το κάνεις<br />β) αν τολμάς κάνε το<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιεί, ο [[ικανοποιητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱκανόν</i><br />κατάλληλη, [[επαρκής]] [[ποσότητα]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μεθ' ἱκανόν» — [[μετά]] από αρκετό καιρό, ύστερα από πολύ καιρό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]], [[άξιος]]<br /><b>2.</b> (για τον θεό) [[παντοδύναμος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱκανὸν ποιῶ τινί» — [[παρέχω]] [[ικανοποίηση]], [[ικανοποιώ]] μια [[παράκληση]], [[επιθυμία]] κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόπαλος]], [[ισοδύναμος]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ ἱκανὸν [[λαμβάνω]]» — [[παίρνω]] χρηματική ή [[ηθική]] [[ικανοποίηση]] για [[κάτι]]<br />β) «τὸν ἱκανὸν ποιῶ» — [[δίνω]] [[ικανοποίηση]], [[παρέχω]] [[εγγύηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ικανώς</i> και <i>ικανά</i> (ΑΜ ίκανῶς) αρκετά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αξιόλογα, [[σημαντικά]]<br /><b>2.</b> εξ ολοκλήρου, εντελώς<br /><b>3.</b> υπερβολικά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἱκανῶς ἔχειν» — [[είμαι]] [[ικανός]], [[αρκετός]], [[επαρκής]]<br />β) «ἱκανῶς ἐχέτω» — ας [[είναι]] αυτό αρκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανος</i> ([[πρβλ]]. [[πιθανός]]). Η λ. [[ικανός]] χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «[[άξιος]], [[επιδέξιος]]» για πρόσωπα και με σημ. «[[αρκετός]], [[επαρκής]]» για πράγματα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικανότητα]](-<i>ότης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικανώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανάτα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ικανοποιΐα</i><br />(αρχ. -μσν.) [[ικανοδότης]], [[ικανόπλοος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανοκόσμητος]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ικανοποιώ]]. (Β' συνθετικό) [[ανίκανος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱκᾰνός:''' эол. ἴκᾰνος 3 (ῐ)<br /><b class="num">1</b> [[достаточный]] (достаточно многочисленный, достаточно сильный и т. п.) (εἴς τι Her., Xen., πρός и ἐπί τι Plat. и [[κατά]] τι Polyb.): πλοῖα ἱκανά (ἀριθμῷ) Xen. суда в достаточном количестве; ([[ἄνδρες]]) ἱκανοὶ τὰς ἀκροπόλεις φυλάττειν Xen. люди, которых достаточно для охраны городских крепостей; οὐκ [[εἶχον]] ἱκανὰς (''[[sc.]]'' χιμαίρας) [[εὑρεῖν]] Xen. (афиняне) не смогли найти достаточного количества коз (для жертвоприношения); οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς Thuc. так как Аттика была недостаточно богата или обширна; ἡ [[χώρα]] ἱκανὴ τρέφειν Plat. страна, могущая достаточно прокормить; ἱ. γνώμην Her. достаточно умный; ἱ. τὴν ἰατρικήν Her. достаточно сведущий в медицине; ἱ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Plat. вполне опытный и зрелый; ἱ. τὸ [[εἶδος]] Plut. довольно красивый; ἱκανὴ [[μαρτυρία]] Plat. и ἱκανὸν [[τεκμήριον]] Arst. достаточное (= надежное) свидетельство; ἑφ᾽ ἱκανόν Polyb. достаточно, довольно или немало; τὰ ἱκανά Isocr. достаточные средства, необходимые условия; ἐπηρώτα αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς NT он задавал ему много вопросов; [[λαβεῖν]] τὸ ἱκανὸν [[παρά]] τινος NT получив достаточные доказательства от кого-л.;<br /><b class="num">2</b> | |elrutext='''ἱκᾰνός:''' эол. ἴκᾰνος 3 (ῐ)<br /><b class="num">1</b> [[достаточный]] (достаточно многочисленный, достаточно сильный и т. п.) (εἴς τι Her., Xen., πρός и ἐπί τι Plat. и [[κατά]] τι Polyb.): πλοῖα ἱκανά (ἀριθμῷ) Xen. суда в достаточном количестве; ([[ἄνδρες]]) ἱκανοὶ τὰς ἀκροπόλεις φυλάττειν Xen. люди, которых достаточно для охраны городских крепостей; οὐκ [[εἶχον]] ἱκανὰς (''[[sc.]]'' χιμαίρας) [[εὑρεῖν]] Xen. (афиняне) не смогли найти достаточного количества коз (для жертвоприношения); οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς Thuc. так как Аттика была недостаточно богата или обширна; ἡ [[χώρα]] ἱκανὴ τρέφειν Plat. страна, могущая достаточно прокормить; ἱ. γνώμην Her. достаточно умный; ἱ. τὴν ἰατρικήν Her. достаточно сведущий в медицине; ἱ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Plat. вполне опытный и зрелый; ἱ. τὸ [[εἶδος]] Plut. довольно красивый; ἱκανὴ [[μαρτυρία]] Plat. и ἱκανὸν [[τεκμήριον]] Arst. достаточное (= надежное) свидетельство; ἑφ᾽ ἱκανόν Polyb. достаточно, довольно или немало; τὰ ἱκανά Isocr. достаточные средства, необходимые условия; ἐπηρώτα αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς NT он задавал ему много вопросов; [[λαβεῖν]] τὸ ἱκανὸν [[παρά]] τινος NT получив достаточные доказательства от кого-л.;<br /><b class="num">2</b> [[пригодный]], [[годный]], [[подходящий]] или [[способный]], [[умелый]], тж. [[знающий]], [[компетентный]]: ἱ. πολεμεῖν Xen. способный воевать; τινὰ ἱκανὸν κρίνειν συνεργὸν εἶναι Xen. считать кого-л. способным исполнить (что-л.); ἱ. τεκμηριῶσαι Thuc. способный убедить, убедительный, т. е. достоверный; ἱκανῷ λόγῳ ἀποδείξω Plat. я убедительно докажу; [[σῶμα]] ἱκανὸν πόνους φέρειν Xen. тело выносливое к трудам; ἱ. ὡς πρὸς τὸν ἰδιώτην Plat. неплохой по сравнению с неученым; ἱ. [[ἀμφότερα]] Plat. способный как на одно, так и на другое; ἱ. τὸ κελευόμενον ποιεῖν Xen. умеющий исполнять приказания; πρὸς [[ταῦτα]] τίς ἱ.; NT кто способен к этому?;<br /><b class="num">3</b> [[имеющий возможность]], [[облеченный правом]], [[могущественный]]: ἱ. ζημιοῦν Xen. имеющий право карать; ἱ. [[Ἀπόλλων]] Soph. Аполлон (достаточно) могуществен;<br /><b class="num">4</b> [[значительный]], [[немалый]] ([[χρόνος]] Arph.; [[οὐσία]] Arst.; [[πλῆθος]] Polyb.; ἀργύρια NT): [[φῶς]] ἱκανόν NT яркий свет; ἐξ ἱκανῶν χρόνων NT с давнего времени;<br /><b class="num">5</b> [[могущий совладать]], [[достойный]] (τοῖς Ῥωμαίοις Polyb.): οὐχ [[εἰμὶ]] ἱ., [[ἵνα]] μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς NT я недостоин, чтобы ты вошел под мой кров. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 53: | Line 53: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό ρίζα ικ- τοῦ [[ἱκνέομαι]] -οῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=Ἀπό ρίζα ικ- τοῦ [[ἱκνέομαι]] -οῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[idoneus]], [[sufficiens]]'', [[suitable]], [[adequate]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.2.6/ 1.2.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.41.1/ 1.41.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.74.4/ 1.74.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.90.2/ 1.90.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.90.3/ 1.90.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.121.1/ 1.121.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.122.2/ 1.122.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.72.3/ 2.72.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.102.6/ 2.102.6]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.27.1/ 4.27.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.6.2/ 6.6.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.72.2/ 6.72.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.42.1/ 7.42.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%207.42.3/ 7.42.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.51.2/ 7.51.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.60.2/ 7.60.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.69.2/ 7.69.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.69.3/ 7.69.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.75.5/ 7.75.5]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.77.3/ 7.77.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.1.2/ 8.1.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.6.4/ 8.6.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.56.3/ 8.56.3].<br><i>c. inf.</i> <i>with infinitive</i> ''[[qui potest]], [[par]], [[aptus]]'', [[who is able]], [[equal]], [[fit]] (''[[ad aliquid agendum]]'', [[for doing something]]), [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.9.4/ 1.9.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.35.5/ 1.35.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.64.1/ 1.64.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.73.4/ 1.73.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.91.4/ 1.91.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.95.7/ 1.95.7]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.142.4/ 1.142.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.143.5/ 1.143.5]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.35.2/ 2.35.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.48.3/ 2.48.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.100.6/ 2.100.6]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.4.3/ 3.4.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.13.1/ 3.13.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.18.3/ 3.18.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.63.2/ 3.63.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.17.8/ 6.17.8], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.102.4/ 6.102.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.31.4/ 7.31.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.11.1/ 8.11.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.79.2/ 8.79.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.86.5/ 8.86.5].<br>COMP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.37.1/ 6.37.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.68.1/ 6.68.1],<br>SUP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.48.1/ 6.48.1]. | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====appropriate=== | |trtx====[[appropriate]]=== | ||
Arabic: مُنَاسِب; Armenian: համապատասխան, պատշաճ; Azerbaijani: müvafiq, uyğun, yerli; Belarusian: адпаведны, прыдатны; Bulgarian: подходящ, уместен, съответен; Catalan: apropiat, adequat; Chinese Mandarin: 適當, 适当, 恰當, 恰当; Czech: odpovídající, příslušný, náležitý, příhodný, vhodný; Danish: egnet, formålstjenlig, passende, hensigtsmæssig; Dutch: [[geschikt]], [[passend]], [[toepasselijk]]; Esperanto: konvena; Finnish: sopiva, sovelias, täsmällinen, asianmukainen; French: [[approprié]], [[idoine]]; Galician: apropiado; German: [[angebracht]], [[angemessen]], [[passend]]; Greek: [[κατάλληλος]]; Ancient Greek: [[ἱκανός]]; Hiligaynon: dápat; Hungarian: megfelelő; Italian: [[apposito]]; Japanese: 適切, 適当, 相応しい; Korean: 적절하다, 적당하다, 알맞다; Latvian: piemērots, atbilstošs, piederīgs; Maori: arotau, tika, tōtika; Middle English: honeste, semly; Norwegian: egnet, formålstjenlig, passende, hensiktsmessig; Polish: odpowiedni, właściwy, stosowny, należyty; Portuguese: [[apropriado]]; Romanian: adecvat, potrivit; Russian: [[соответствующий]], [[подходящий]]; Scottish Gaelic: freagarrach, iomchaidh; Serbo-Croatian: prìkladan, pȍdesan; Slovene: ustrézen, primeren; Spanish: [[apropiado]], [[adecuado]]; Swahili: mwafaka; Swedish: lämplig, tillbörlig, passande; Turkish: muvfâfık, uygun, yerinde; Ukrainian: відпові́дний, підходящий; Welsh: priodol; Yiddish: פּאַסיק | Arabic: مُنَاسِب; Armenian: համապատասխան, պատշաճ; Azerbaijani: müvafiq, uyğun, yerli; Belarusian: адпаведны, прыдатны; Bulgarian: подходящ, уместен, съответен; Catalan: apropiat, adequat; Chinese Mandarin: 適當, 适当, 恰當, 恰当; Czech: odpovídající, příslušný, náležitý, příhodný, vhodný; Danish: egnet, formålstjenlig, passende, hensigtsmæssig; Dutch: [[geschikt]], [[passend]], [[toepasselijk]]; Esperanto: konvena; Finnish: sopiva, sovelias, täsmällinen, asianmukainen; French: [[approprié]], [[idoine]]; Galician: apropiado; German: [[angebracht]], [[angemessen]], [[passend]]; Greek: [[κατάλληλος]]; Ancient Greek: [[ἱκανός]]; Hiligaynon: dápat; Hungarian: megfelelő; Italian: [[apposito]]; Japanese: 適切, 適当, 相応しい; Korean: 적절하다, 적당하다, 알맞다; Latvian: piemērots, atbilstošs, piederīgs; Maori: arotau, tika, tōtika; Middle English: honeste, semly; Norwegian: egnet, formålstjenlig, passende, hensiktsmessig; Polish: odpowiedni, właściwy, stosowny, należyty; Portuguese: [[apropriado]]; Romanian: adecvat, potrivit; Russian: [[соответствующий]], [[подходящий]]; Scottish Gaelic: freagarrach, iomchaidh; Serbo-Croatian: prìkladan, pȍdesan; Slovene: ustrézen, primeren; Spanish: [[apropiado]], [[adecuado]]; Swahili: mwafaka; Swedish: lämplig, tillbörlig, passande; Turkish: muvfâfık, uygun, yerinde; Ukrainian: відпові́дний, підходящий; Welsh: priodol; Yiddish: פּאַסיק | ||
}} | }} |