3,274,408
edits
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrreo | |Transliteration C=syrreo | ||
|Beta Code=surre/w | |Beta Code=surre/w | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. συρρῠήσομαι Theo Sm.p.124 H.: pf.<br><span class="bld">A</span> συνερρύηκα Isoc.8.44: aor. Pass. συνερρύην X.''HG''2.3.18, Arist.''Pr.''876a17, 888b11 (later aor. <b class="b3">συνέρρευσα</b>, Alex.Trall.5.4: pf. <b class="b3">συνέρευκα</b> (v. infr. ''III'')):—[[flow together]] or [[flow into one stream]], εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι.. πάντες οἱ ποταμοί Pl. ''Phd.''11 2a, cf. 109b, 109c; ὁ ὀπὸς συρρεῖ εἰς.. Dsc.4.170, cf. Sor.1.36, al., Gal.6.66, al.: metaph. of men, [[flow together]] or [[stream together]], συνέρρεον ἐς τὴν ἀγορήν [[Herodotus|Hdt.]]5.101, cf. 8.42, X.''An.''5.2.3, ''HG''l.c., Isoc.l.c., [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 708d; and of money, Is.2.28; of evils, Plu.''Sull.''13; <b class="b3">εἰς [τὸ γῆρας] πάντα τὰ χαλεπὰ σ.</b> X.''Ap.''8; of pathological conditions, ἡνίκα συρρεῖ ὁπῶρος Cass.''Pr.''57; [[διασκορπίζειν]] τὸ συρρυέν Sever. ap. Aët.7.87.<br><span class="bld">II</span> [[float along together with]], κατὰ ῥοῦν σ. τῷ ὕδατι Luc.''Herm.''86.<br><span class="bld">III</span> [[fall into ruin]], [[λάκκος]] συνερευκὼς καὶ ὁ τροχὸς ὁμοίως συνερευκὼς ἐκ μέρους ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1475.16 (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[ρέω]]<br /><b>1.</b> ρέω [[μαζί]] ή χύνομαι στο ίδιο [[μέρος]] («εἰς... τοῦ τὸ [[χάσμα]] συρρέουσί τε πάντες οἱ ποταμοί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[προστρέχω]] μαζικά, [[τρέχω]] [[εκεί]] που [[είναι]] και άλλοι συναθροισμένοι (α. «αυτή τη [[στιγμή]] οι διαδηλωτές συρρέουν στην [[πλατεία]]» β. «μὴ συρρυείησαν πρὸς αὐτὸν οἱ | |mltxt=ΝΜΑ [[ρέω]]<br /><b>1.</b> ρέω [[μαζί]] ή χύνομαι στο ίδιο [[μέρος]] («εἰς... τοῦ τὸ [[χάσμα]] συρρέουσί τε πάντες οἱ ποταμοί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[προστρέχω]] μαζικά, [[τρέχω]] [[εκεί]] που [[είναι]] και άλλοι συναθροισμένοι (α. «αυτή τη [[στιγμή]] οι διαδηλωτές συρρέουν στην [[πλατεία]]» β. «μὴ συρρυείησαν πρὸς αὐτὸν οἱ πολῖται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ενεστ.) <i>συρρέων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br /><b>ιατρ.</b> (για εξανθήματα) αυτά τών οποίων τα στοιχεία τείνουν να πλησιάσουν το ένα το [[άλλο]] και να συνενωθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> (για χρήματα, παθολογικές καταστάσεις, συμφορές) συναθροίζομαι («γήρᾳ, εἰς ὅ [[πάντα]] τὰ χαλεπὰ συρρεῖ», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |