Anonymous

συρρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrreo
|Transliteration C=syrreo
|Beta Code=surre/w
|Beta Code=surre/w
|Definition=fut. <b class="b3">συρρῠήσομαι</b> Theo Sm.<span class="bibl">p.124</span> H.: pf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> συνερρύηκα <span class="bibl">Isoc.8.44</span>: aor. Pass. συνερρύην <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.18</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>876a17</span>, <span class="bibl">888b11</span> (later aor. <b class="b3">συνέρρευσα</b>, <span class="bibl">Alex.Trall.5.4</span>: pf. <b class="b3">συνέρευκα</b> (v. infr. ''III'')):—[[flow together]] or [[flow into one stream]], εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι . . πάντες οἱ ποταμοί <span class="bibl">Pl. <span class="title">Phd.</span>11</span> <span class="bibl">2a</span>, cf. <span class="bibl">109b</span>, <span class="bibl">109c</span>; ὁ ὀπὸς συρρεῖ εἰς . . Dsc.4.170, cf. <span class="bibl">Sor.1.36</span>, al., Gal.6.66, al.: metaph. of men, [[flow together]] or [[stream together]], συνέρρεον ἐς τὴν ἀγορήν <span class="bibl">Hdt.5.101</span>, cf. <span class="bibl">8.42</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.2.3</span>, <span class="title">HG</span>l.c., Isoc.l.c., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 708d</span>; and of money, <span class="bibl">Is.2.28</span>; of evils, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>13</span>; <b class="b3">εἰς [τὸ γῆρας] πάντα τὰ χαλεπὰ σ</b>. <span class="bibl">X.<span class="title">Ap.</span>8</span>; of pathological conditions, ἡνίκα συρρεῖ ὁπῶρος <span class="bibl">Cass.<span class="title">Pr.</span>57</span>; [[διασκορπίζειν]] τὸ συρρυέν Sever. ap. <span class="bibl">Aët.7.87</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[float along together with]], κατὰ ῥοῦν σ. τῷ ὕδατι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>86</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[fall into ruin]], [[λάκκος]] συνερευκὼς καὶ ὁ τροχὸς ὁμοίως συνερευκὼς ἐκ μέρους <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1475.16</span> (iii A.D.).</span>
|Definition=fut. συρρῠήσομαι Theo Sm.p.124 H.: pf.<br><span class="bld">A</span> συνερρύηκα Isoc.8.44: aor. Pass. συνερρύην X.''HG''2.3.18, Arist.''Pr.''876a17, 888b11 (later aor. <b class="b3">συνέρρευσα</b>, Alex.Trall.5.4: pf. <b class="b3">συνέρευκα</b> (v. infr. ''III'')):—[[flow together]] or [[flow into one stream]], εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι.. πάντες οἱ ποταμοί Pl. ''Phd.''11 2a, cf. 109b, 109c; ὁ ὀπὸς συρρεῖ εἰς.. Dsc.4.170, cf. Sor.1.36, al., Gal.6.66, al.: metaph. of men, [[flow together]] or [[stream together]], συνέρρεον ἐς τὴν ἀγορήν [[Herodotus|Hdt.]]5.101, cf. 8.42, X.''An.''5.2.3, ''HG''l.c., Isoc.l.c., [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 708d; and of money, Is.2.28; of evils, Plu.''Sull.''13; <b class="b3">εἰς [τὸ γῆρας] πάντα τὰ χαλεπὰ σ.</b> X.''Ap.''8; of pathological conditions, ἡνίκα συρρεῖ ὁπῶρος Cass.''Pr.''57; [[διασκορπίζειν]] τὸ συρρυέν Sever. ap. Aët.7.87.<br><span class="bld">II</span> [[float along together with]], κατὰ ῥοῦν σ. τῷ ὕδατι Luc.''Herm.''86.<br><span class="bld">III</span> [[fall into ruin]], [[λάκκος]] συνερευκὼς καὶ ὁ τροχὸς ὁμοίως συνερευκὼς ἐκ μέρους ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1475.16 (iii A.D.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ρέω]]<br /><b>1.</b> ρέω [[μαζί]] ή χύνομαι στο ίδιο [[μέρος]] («εἰς... τοῦ τὸ [[χάσμα]] συρρέουσί τε πάντες οἱ ποταμοί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[προστρέχω]] μαζικά, [[τρέχω]] [[εκεί]] που [[είναι]] και άλλοι συναθροισμένοι (α. «αυτή τη [[στιγμή]] οι διαδηλωτές συρρέουν στην [[πλατεία]]» β. «μὴ συρρυείησαν πρὸς αὐτὸν οἱ πολῑται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ενεστ.) <i>συρρέων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br /><b>ιατρ.</b> (για εξανθήματα) αυτά τών οποίων τα στοιχεία τείνουν να πλησιάσουν το ένα το [[άλλο]] και να συνενωθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> (για χρήματα, παθολογικές καταστάσεις, συμφορές) συναθροίζομαι («γήρᾳ, εἰς ὅ [[πάντα]] τὰ χαλεπὰ συρρεῖ», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[ρέω]]<br /><b>1.</b> ρέω [[μαζί]] ή χύνομαι στο ίδιο [[μέρος]] («εἰς... τοῦ τὸ [[χάσμα]] συρρέουσί τε πάντες οἱ ποταμοί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[προστρέχω]] μαζικά, [[τρέχω]] [[εκεί]] που [[είναι]] και άλλοι συναθροισμένοι (α. «αυτή τη [[στιγμή]] οι διαδηλωτές συρρέουν στην [[πλατεία]]» β. «μὴ συρρυείησαν πρὸς αὐτὸν οἱ πολῖται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ενεστ.) <i>συρρέων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br /><b>ιατρ.</b> (για εξανθήματα) αυτά τών οποίων τα στοιχεία τείνουν να πλησιάσουν το ένα το [[άλλο]] και να συνενωθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> (για χρήματα, παθολογικές καταστάσεις, συμφορές) συναθροίζομαι («γήρᾳ, εἰς ὅ [[πάντα]] τὰ χαλεπὰ συρρεῖ», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm