Anonymous

ἀντίτυπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίτῠπος:''' -ον, [[σπανίως]] -η, -ον ([[τύπτω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αντικρουσμένος, απωθούμενος από σκληρό [[σώμα]], [[τύπος]] ἀντ., [[κτύπημα]] και αντικτύπημα, λέγεται για [[σφυρί]] και [[αμόνι]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.· λέγεται για τον ήχο, αυτός που αντηχεί, [[στόνος]], σε Σοφ.· <i>κατὰ τὸ ἀντ</i>., μέσω αντήχησης, λέγεται για την ηχώ, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[απεικόνιση]] ή [[αντίγραφο]] όμοιο με το πρωτότυπο ή παριστάνει το πρωτότυπο, ἀντ. [[τῶν]] ἀληθινῶν, σηματοδοτώντας ή αντιπροσωπεύοντας την [[αλήθεια]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για σκληρό [[σώμα]], [[αποκρουστικός]], [[απωθητικός]], σε Ξεν.· χρησιμοποιείται για σκληρό, τραχύ [[έδαφος]], ἀντιτύπα ἐπὶ γᾷ [[πέσε]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους, [[επίμονος]], [[ισχυρογνώμων]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[αντίθετος]] ως προς σε, <i>τινος</i>, σε Αισχύλ.· [[ενάντιος]], [[ανάποδος]], λέγεται για περιστατικά, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντίτῠπος:''' -ον, [[σπανίως]] -η, -ον ([[τύπτω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αντικρουσμένος, απωθούμενος από σκληρό [[σώμα]], [[τύπος]] ἀντ., [[κτύπημα]] και αντικτύπημα, λέγεται για [[σφυρί]] και [[αμόνι]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.· λέγεται για τον ήχο, αυτός που αντηχεί, [[στόνος]], σε Σοφ.· <i>κατὰ τὸ ἀντ</i>., μέσω αντήχησης, λέγεται για την ηχώ, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[απεικόνιση]] ή [[αντίγραφο]] όμοιο με το πρωτότυπο ή παριστάνει το πρωτότυπο, ἀντ. τῶν ἀληθινῶν, σηματοδοτώντας ή αντιπροσωπεύοντας την [[αλήθεια]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για σκληρό [[σώμα]], [[αποκρουστικός]], [[απωθητικός]], σε Ξεν.· χρησιμοποιείται για σκληρό, τραχύ [[έδαφος]], ἀντιτύπα ἐπὶ γᾷ [[πέσε]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους, [[επίμονος]], [[ισχυρογνώμων]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[αντίθετος]] ως προς σε, <i>τινος</i>, σε Αισχύλ.· [[ενάντιος]], [[ανάποδος]], λέγεται για περιστατικά, σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj