Anonymous

ποινή: Difference between revisions

From LSJ
8 bytes removed ,  9 December 2022
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποινή:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> χρηματική [[ικανοποίηση]] που πληρώνεται από τον φονιά στους συγγενείς του σκοτωμένου για το [[αίμα]] που χύθηκε, (στο αρχ. αγγλικό και γερμανικό [[δίκαιο]], η [[τιμή]] που ορίζεται ως η αξία ανθρώπου που φονεύτηκε και αποδίδεται από την [[οικογένεια]] του φονιά στην [[οικογένεια]] του θύματος για να αποφευχθεί ο [[κύκλος]] αίματος, ως [[συνέπεια]] αντεκδίκησης)· με γεν. προσ., δῶχ' [[υἷος]] ποινήν, [[δίνω]] [[λύτρα]] ή [[πληρώνω]] «[[φόρο]] αίματος» για τον γιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· γενικά, τα χρήματα για [[ικανοποίηση]], [[αποζημίωση]], [[τιμωρία]], [[εκδίκηση]], [[ποινή]], Λατ. [[poena]], <i>ἀπετίσατο ποινὴν ἑτάρων</i>, αναγκάστηκαν να πληρώσουν [[ποινή]] για τους συντρόφους του, σε Ομήρ. Οδ.· [[δυώδεκα]] κούρους, <i>ποινὴν Πατρόκλοιο</i>, ως [[εκδίκηση]] για τον θάνατο του Πάτροκλου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τῶν]] ποινήν, ως [[ανταπόδοση]] γι' αυτά τα πράγματα, στο ίδ.· ποινὴν [[τῖσαι]] Ξέρξῃ [[τῶν]] κηρύκων ἀπολομένων, για να δώσουν στον Ξέρξη [[ικανοποίηση]] για το θάνατο των απεσταλμένων του, σε Ηρόδ.· στην Αττ., ο πληθ. είναι πιο [[συχνός]]· ποινὰς [[τῖσαι]], [[δοῦναι]], τιμωρούμαι, Λατ. dare poenas, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ποινὰς [[λαβεῖν]], τους επιβάλλονται ποινές, Λατ. sumere poenas, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[αμοιβή]], [[ανταμοιβή]] για [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> ως [[αποτέλεσμα]] χρηματικής ικανοποίησης, [[απόδοση]], [[εξόφληση]], [[απαλλαγή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> προσωποπ., η [[θεά]] της εκδίκησης, σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ποινή:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> χρηματική [[ικανοποίηση]] που πληρώνεται από τον φονιά στους συγγενείς του σκοτωμένου για το [[αίμα]] που χύθηκε, (στο αρχ. αγγλικό και γερμανικό [[δίκαιο]], η [[τιμή]] που ορίζεται ως η αξία ανθρώπου που φονεύτηκε και αποδίδεται από την [[οικογένεια]] του φονιά στην [[οικογένεια]] του θύματος για να αποφευχθεί ο [[κύκλος]] αίματος, ως [[συνέπεια]] αντεκδίκησης)· με γεν. προσ., δῶχ' [[υἷος]] ποινήν, [[δίνω]] [[λύτρα]] ή [[πληρώνω]] «[[φόρο]] αίματος» για τον γιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· γενικά, τα χρήματα για [[ικανοποίηση]], [[αποζημίωση]], [[τιμωρία]], [[εκδίκηση]], [[ποινή]], Λατ. [[poena]], <i>ἀπετίσατο ποινὴν ἑτάρων</i>, αναγκάστηκαν να πληρώσουν [[ποινή]] για τους συντρόφους του, σε Ομήρ. Οδ.· [[δυώδεκα]] κούρους, <i>ποινὴν Πατρόκλοιο</i>, ως [[εκδίκηση]] για τον θάνατο του Πάτροκλου, σε Ομήρ. Ιλ.· τῶν ποινήν, ως [[ανταπόδοση]] γι' αυτά τα πράγματα, στο ίδ.· ποινὴν [[τῖσαι]] Ξέρξῃ τῶν κηρύκων ἀπολομένων, για να δώσουν στον Ξέρξη [[ικανοποίηση]] για το θάνατο των απεσταλμένων του, σε Ηρόδ.· στην Αττ., ο πληθ. είναι πιο [[συχνός]]· ποινὰς [[τῖσαι]], [[δοῦναι]], τιμωρούμαι, Λατ. dare poenas, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ποινὰς [[λαβεῖν]], τους επιβάλλονται ποινές, Λατ. sumere poenas, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[αμοιβή]], [[ανταμοιβή]] για [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> ως [[αποτέλεσμα]] χρηματικής ικανοποίησης, [[απόδοση]], [[εξόφληση]], [[απαλλαγή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> προσωποπ., η [[θεά]] της εκδίκησης, σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
}}
{{ls
{{ls