Anonymous

καταλύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, $3, acc.")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ] — Παθ., μέλ. <i>-λῠθήσομαι</i>, παρακ. <i>-λέλῠμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταρρίπτω]], [[καταστρέφω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. <b>2. α)</b> λέγεται για [[πολιτικά]] συστήματα, [[διαλύω]], [[καταργώ]], [[καταστέλλω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>κ. [[τύραννον]]</i>, [[καταργώ]], [[καθαιρώ]], σε Θουκ.· <i>κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς</i>, σε Ξεν. — Παθ., [[τῶν]] ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν, [[αφού]] καθαιρέθηκαν, σε Ηρόδ. <b>β)</b> [[διαλύω]], [[απολύω]], [[καταργώ]] πολιτικό ή στρατιωτικό [[σώμα]], <i>καταλύειν τὴν βουλὴν</i>, στον ίδ.· <i>τὸ ναυτικόν</i>, σε Δημ. <b>γ)</b> <i>τὴν φυλακὴν κ</i>., [[παραμελώ]] τη [[φύλαξη]], [[αμελώ]] τη [[φρούρηση]], σε Αριστοφ. <b>3. α)</b> [[τελειώνω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], <i>βίοτον</i>, σε Ευρ.· <i>τὸν βίον</i>, σε Ξεν. <b>β)</b> <i>κ. τὴν εἰρήνην</i>, [[παραβιάζω]] την [[ειρήνη]], σε Αισχίν.· <b>γ)</b> <i>κ. τὸν πόλεμον</i>, [[τελειώνω]] τον πόλεμο, κάνω [[ειρήνη]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· και απόλ. (ενν. <i>τὸνπόλεμον</i>) <i>καταλύειν τινί</i> ή [[πρός]] τινα, κάνω [[ειρήνη]] με κάποιον, σε Θουκ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. κ.λπ.· καταλύεσθαι τὰς ἔχθρας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[λύνω]] από τον [[ζυγό]], ξεζεύω, <i>ἵππους</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἀδελφέου κ., το [[κατεβάζω]] από το [[τείχος]] (στο οποίο [[επάνω]] κρέμονταν), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[μένω]], [[διαμένω]], <i>παρ' ἐμοὶ καταλύει</i>, είναι φιλοξενούμενός μου, σε Πλάτ.· κ. [[παρά]] τινα, [[πηγαίνω]] και [[μένω]] μαζί με κάποιον, σε Θουκ.· απόλ., αναπαύομαι, σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>θανάτῳ καταλυσαίμαν</i>, [[μακάρι]] να βρω [[ανάπαυση]] στον τάφο, σε Ευρ.
|lsmtext='''καταλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ] — Παθ., μέλ. <i>-λῠθήσομαι</i>, παρακ. <i>-λέλῠμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταρρίπτω]], [[καταστρέφω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. <b>2. α)</b> λέγεται για [[πολιτικά]] συστήματα, [[διαλύω]], [[καταργώ]], [[καταστέλλω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>κ. [[τύραννον]]</i>, [[καταργώ]], [[καθαιρώ]], σε Θουκ.· <i>κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς</i>, σε Ξεν. — Παθ., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν, [[αφού]] καθαιρέθηκαν, σε Ηρόδ. <b>β)</b> [[διαλύω]], [[απολύω]], [[καταργώ]] πολιτικό ή στρατιωτικό [[σώμα]], <i>καταλύειν τὴν βουλὴν</i>, στον ίδ.· <i>τὸ ναυτικόν</i>, σε Δημ. <b>γ)</b> <i>τὴν φυλακὴν κ</i>., [[παραμελώ]] τη [[φύλαξη]], [[αμελώ]] τη [[φρούρηση]], σε Αριστοφ. <b>3. α)</b> [[τελειώνω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], <i>βίοτον</i>, σε Ευρ.· <i>τὸν βίον</i>, σε Ξεν. <b>β)</b> <i>κ. τὴν εἰρήνην</i>, [[παραβιάζω]] την [[ειρήνη]], σε Αισχίν.· <b>γ)</b> <i>κ. τὸν πόλεμον</i>, [[τελειώνω]] τον πόλεμο, κάνω [[ειρήνη]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· και απόλ. (ενν. <i>τὸνπόλεμον</i>) <i>καταλύειν τινί</i> ή [[πρός]] τινα, κάνω [[ειρήνη]] με κάποιον, σε Θουκ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. κ.λπ.· καταλύεσθαι τὰς ἔχθρας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[λύνω]] από τον [[ζυγό]], ξεζεύω, <i>ἵππους</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἀδελφέου κ., το [[κατεβάζω]] από το [[τείχος]] (στο οποίο [[επάνω]] κρέμονταν), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[μένω]], [[διαμένω]], <i>παρ' ἐμοὶ καταλύει</i>, είναι φιλοξενούμενός μου, σε Πλάτ.· κ. [[παρά]] τινα, [[πηγαίνω]] και [[μένω]] μαζί με κάποιον, σε Θουκ.· απόλ., αναπαύομαι, σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>θανάτῳ καταλυσαίμαν</i>, [[μακάρι]] να βρω [[ανάπαυση]] στον τάφο, σε Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls