3,273,659
edits
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγοραῖος''': [ᾰγ], ον, θηλ. [[ὡσαύτως]] καὶ ἀγοραία, (ὡς ἐπίθ. Ἀρτέμιδος καὶ Ἀθηνᾶς, Παυσ. 5. 15, 4., 3. 11, 9, κτλ). Ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ, ὁ ἐκ τῆς ἀγ. ἢ ὁ ἀνήκων τῇ ἀγορᾷ, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἀγ., ὡς προστάτης τῶν δημοσίων συναθροίσεων, Ἡρόδ. 5. 46, Αἰσχύλ. Εὐμ. 973 (λυρ.), Εὐρ. Ἡρακλ. 70· [[Ἑρμῆς]] ἀγ., ὡς προστάτης τοῦ ἐμπορίου, Ἀριστοφ. Ἱπ. 297, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2078, 2156, Παυσ. 1. 15, 1· καὶ [[καθόλου]] θεοὶ ἀγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 90, πρβλ. Θ. 272. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἀγ., λεπτομέρειαι τῆς ἐν ἀγορᾷ ἐργασίας, Πλάτ. Πολ. 425C· ἄρτος ἀγ., [[εἶδος]] καλοῦ ἄρτου, Ἀθήν. 109D. ΙΙ. ὁ συχνάζων εἰς τὴν ἀγοράν, ὁ ἀγ. [[ὄχλος]], [[δῆμος]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 23, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2., 6. 4, 14, κτλ:· τὸ ἀγ. [[πλῆθος]]. τὸ περὶ τὰς πράσεις καὶ τὰς ὠνὰς καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ τὰς καπηλείας διατρῖβον, αὐτ. 4. 4, 10: - ἀγοραῖοι (μετὰ τοῦ ἄνθρωποι ἢ [[ἄνευ]] | |lstext='''ἀγοραῖος''': [ᾰγ], ον, θηλ. [[ὡσαύτως]] καὶ ἀγοραία, (ὡς ἐπίθ. Ἀρτέμιδος καὶ Ἀθηνᾶς, Παυσ. 5. 15, 4., 3. 11, 9, κτλ). Ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ, ὁ ἐκ τῆς ἀγ. ἢ ὁ ἀνήκων τῇ ἀγορᾷ, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἀγ., ὡς προστάτης τῶν δημοσίων συναθροίσεων, Ἡρόδ. 5. 46, Αἰσχύλ. Εὐμ. 973 (λυρ.), Εὐρ. Ἡρακλ. 70· [[Ἑρμῆς]] ἀγ., ὡς προστάτης τοῦ ἐμπορίου, Ἀριστοφ. Ἱπ. 297, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2078, 2156, Παυσ. 1. 15, 1· καὶ [[καθόλου]] θεοὶ ἀγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 90, πρβλ. Θ. 272. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἀγ., λεπτομέρειαι τῆς ἐν ἀγορᾷ ἐργασίας, Πλάτ. Πολ. 425C· ἄρτος ἀγ., [[εἶδος]] καλοῦ ἄρτου, Ἀθήν. 109D. ΙΙ. ὁ συχνάζων εἰς τὴν ἀγοράν, ὁ ἀγ. [[ὄχλος]], [[δῆμος]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 23, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2., 6. 4, 14, κτλ:· τὸ ἀγ. [[πλῆθος]]. τὸ περὶ τὰς πράσεις καὶ τὰς ὠνὰς καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ τὰς καπηλείας διατρῖβον, αὐτ. 4. 4, 10: - ἀγοραῖοι (μετὰ τοῦ ἄνθρωποι ἢ [[ἄνευ]] αὐτοῦ), οἱ, οἱ συχνάζοντες εἰς τὴν ἀγοράν, οἱ διημερεύοντες ἐν τῇ ἀγορᾷ, Λατ. circumforanei, subrostrani, Ἡρόδ. 1. 93., 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔμποροι, Ξεν. Πόροι 3. 13: - [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], οἱ κοινοὶ τῶν ἀνθρώπων, ὁ [[ὄχλος]], (πρβλ. ἀγορὰ ΙΙ. 2, [[ἀγοράζω]] 3.) Ἀριστοφ. Βάτ. 1015, Πλάτ. Πρωτ. 347C, Θεοφρ. Χαρ. 6, Πράξ. Ἀπ. ιζ΄. 5, καὶ ἐν τῷ συγκρ., οἱ ἐκ τοῦ χειροτέρου ὄχλου, Πτολεμ. παρ’ Ἀθην. 438F: - [[ὅθεν]] ἐπίρρ. ἀγοραίως λέγειν, Διον. Ἁλ. περὶ Ῥητορ. 10, 11. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ταπεινός]], [[φαῦλος]], «πρόστυχος», σκώμματα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 750· τοὺς [[νοῦς]] ἀγοραίους ἧττον ... ποιῶ, αὐτ. Ἀποσπ. 397· ἀγ. [[φιλία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 6, πρβλ. [[αὐτόθι]] 6, 4. ΙΙΙ. [[καθόλου]], ὁ προσήκων εἰς τὴν ἀγοράν, πεπειραμένος, ἱκανὸς εἰς τὸ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύειν, Πλουτ. Περικλ. 11: - [[ἀγοραῖος]] (δηλ. [[ἡμέρα]]), [[δικάσιμος]] [[ἡμέρα]], τὰς ἀγ. ποιεῖσθαι, Στραβ. 629: [[ὡσαύτως]] ἄγειν τὸν ἀγοραῖον, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 14. 10, 21, πρβλ. ἀγορὰ ΙΙ. 1, ἐν τέλ. Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄. 38· (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας γραμματικοί τινες γράφουσι προπαροξ. ἀγόραιος, ὡς ἐν ταῖς πλείσταις ἐκδόσεσι τῆς Κ. Δ.): - Ἐπίρρ. -ως, μὲ ἀγοραῖον [[ὕφος]] ἢ τρόπον, Πλουτ. Γ. Γρακχ. 4, Ἀντων. 24. | ||
}} | }} | ||
{{Abbott | {{Abbott |