3,274,313
edits
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. -λαύσομαι Ar.<i>Au</i>.177, pero -λαύσω Hyp.<i>Epit</i>.30 y gener. tard., D.H.6.4, Plu.<i>Pyrrh</i>.13; aor. ind. act. ἀπήλαυσαν Ph.1.454, inf. pas. ἀπολαυσθῆναι Ph.1.37; perf. ind. act. ἀπήλαυκε Ph.1.477, part. pas. ἀπολελαυσμένος Plu.2.1089c, 1099e]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>en cont. posit.<br /><b class="num">a)</b> c. suj. de pers. [[obtener provecho]], [[tener disfrute de]] c. gen. de abstr. τῆς σῆς ... δικαιοσύνης Hdt.6.86α, ἐξουσίας Aeschin.3.130, σχολῆς Pl.<i>Lg</i>.781e, σιωπῆς D.21.203, διδασκαλίας <i>Hom.Clem</i>.13.13, εὐεργεσίας <i>PHerm.Ress</i> 19.16 (IV d.C.), εὐηκοΐας Marin.<i>Procl</i>.1, cf. Plb.1.16.11, Ph.1.454, Plu.<i>Pyrrh</i>.13, Luc.<i>Nigr</i>.30, <i>PSI</i> 1261.11 (III d.C.), Clem.Al.<i>Paed</i>.2.4.44, <i>Hom.Clem</i>.2.21, de concr. o bienes materiales en gener. τῶν ἀγαθῶν Pl.<i>Grg</i>.492b, ἰχθύων ἀληθινῶν Amphis 26, τῶν πολυτελῶν ὀσμῶν X.<i>Hier</i>.1.24, τοῦ λίνου παροχῆς <i>PWisc</i>.32.18 (III d.C.), cf. Pl.<i>R</i>.354b, Isoc.1.9, X.<i>Cyr</i>.7.5.81, Aristopho 10.3, Ph.1.477, <i>PCair.Isidor</i>.74.18 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἥδιστον ἀπολαυσθῆναι καρπόν Ph.1.37, cf. 1.54, τῶν ἀπολελαυσμένων ἡδονῶν Plu.2.1099e, cf. 1089c<br /><b class="num">•</b>en sent. erót. [[gozar]] τῆς ἥβης Ar.<i>Lys</i>.591, ἧς ([[γυνή]]) ἀπολαύεις μόνος Charito 6.3.4, τῶν Ἀφροδίτης ἔργων X.Eph.1.9.9, cf. Longus 3.14.3, Charito 3.2.9, Ach.Tat.1.8.11<br /><b class="num">•</b>en el mismo sent. [[satisfacer]] τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας Charito 3.1.6, cf. X.Eph.2.1.5<br /><b class="num">•</b>c. otras constr.<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. o adv. y gen. [[obtener algún beneficio o provecho de]] τὰ βέλτιστ' ἀπολέλαυκ' Εὐριπίδου Ar.<i>Th</i>.1008, τί γὰρ ἄλλ' ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ar.<i>Nu</i>.1231, ἀγαθὸν γὰρ ἀπέλαυσ' οὐδὲν | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. -λαύσομαι Ar.<i>Au</i>.177, pero -λαύσω Hyp.<i>Epit</i>.30 y gener. tard., D.H.6.4, Plu.<i>Pyrrh</i>.13; aor. ind. act. ἀπήλαυσαν Ph.1.454, inf. pas. ἀπολαυσθῆναι Ph.1.37; perf. ind. act. ἀπήλαυκε Ph.1.477, part. pas. ἀπολελαυσμένος Plu.2.1089c, 1099e]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>en cont. posit.<br /><b class="num">a)</b> c. suj. de pers. [[obtener provecho]], [[tener disfrute de]] c. gen. de abstr. τῆς σῆς ... δικαιοσύνης Hdt.6.86α, ἐξουσίας Aeschin.3.130, σχολῆς Pl.<i>Lg</i>.781e, σιωπῆς D.21.203, διδασκαλίας <i>Hom.Clem</i>.13.13, εὐεργεσίας <i>PHerm.Ress</i> 19.16 (IV d.C.), εὐηκοΐας Marin.<i>Procl</i>.1, cf. Plb.1.16.11, Ph.1.454, Plu.<i>Pyrrh</i>.13, Luc.<i>Nigr</i>.30, <i>PSI</i> 1261.11 (III d.C.), Clem.Al.<i>Paed</i>.2.4.44, <i>Hom.Clem</i>.2.21, de concr. o bienes materiales en gener. τῶν ἀγαθῶν Pl.<i>Grg</i>.492b, ἰχθύων ἀληθινῶν Amphis 26, τῶν πολυτελῶν ὀσμῶν X.<i>Hier</i>.1.24, τοῦ λίνου παροχῆς <i>PWisc</i>.32.18 (III d.C.), cf. Pl.<i>R</i>.354b, Isoc.1.9, X.<i>Cyr</i>.7.5.81, Aristopho 10.3, Ph.1.477, <i>PCair.Isidor</i>.74.18 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἥδιστον ἀπολαυσθῆναι καρπόν Ph.1.37, cf. 1.54, τῶν ἀπολελαυσμένων ἡδονῶν Plu.2.1099e, cf. 1089c<br /><b class="num">•</b>en sent. erót. [[gozar]] τῆς ἥβης Ar.<i>Lys</i>.591, ἧς ([[γυνή]]) ἀπολαύεις μόνος Charito 6.3.4, τῶν Ἀφροδίτης ἔργων X.Eph.1.9.9, cf. Longus 3.14.3, Charito 3.2.9, Ach.Tat.1.8.11<br /><b class="num">•</b>en el mismo sent. [[satisfacer]] τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας Charito 3.1.6, cf. X.Eph.2.1.5<br /><b class="num">•</b>c. otras constr.<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. o adv. y gen. [[obtener algún beneficio o provecho de]] τὰ βέλτιστ' ἀπολέλαυκ' Εὐριπίδου Ar.<i>Th</i>.1008, τί γὰρ ἄλλ' ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ar.<i>Nu</i>.1231, ἀγαθὸν γὰρ ἀπέλαυσ' οὐδὲν αὐτοῦ Ar.<i>Pl</i>.236, ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων Th.1.70, τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι Th.2.53, ἥδιστα πολυτελείας Epicur.<i>Ep</i>.[4] 130, cf. X.<i>Mem</i>.4.3.10, Pl.Com.184, Plu.<i>Ant</i>.18, <i>Per</i>.6, c. ἐκ o ἀπό ante el gen. πόλλ' ἀγαθὰ ἀπὸ τῆς ὑμετέρας σοφίας Pl.<i>Euthd</i>.299a, οὐθὲν ... ἐκ τῆς τριβῆς τοῦ χρόνου D.H.6.4<br /><b class="num">•</b>sólo c. el ac. οἱ ἀπολαύοντες πολλά los que disfrutan mucho</i> Arist.<i>Pol</i>.1263<sup>a</sup>13, ἧττον ἀπολαύειν disfrutar menos</i> Arist.<i>HA</i> 584<sup>a</sup>21<br /><b class="num">•</b>abs. καθάπερ ἡδόμενοι καὶ ἀπολαύοντες Plu.2.69d, cf. Ach.Tat.2.35.4;<br /><b class="num">b)</b> c. suj. no de pers., cien. [[aprovechar totalmente para sí]], [[asimilar]] c. gen. μέχρι αὐτοῦ ἡ κοιλίη τῶν τῇ προτεραίῃ προσενηνεγμένων σιτίων ἀπολαύσῃ hasta que su estómago hubiera asimilado los alimentos ingeridos en la (comida) anterior</i> Hp.<i>VM</i> 11, (τὰ δένδρα) ... τῆς πρὸς αὔξησιν τροφῆς Thphr.<i>CP</i> 3.2.1, τὰ φυτὰ ... τῆς γῆς <i>Gp</i>.5.8.5, (ἡ γῆ) ... τῆς [[ἄνω]] νοτίδος <i>Gp</i>.5.19.3<br /><b class="num">•</b>c. ac. compl. dir. ἡ [[ἀναθυμίασις]] ... ἐνδέχεται ἀπολαύειν τὸ ὑγρόν Arist.<i>Sens</i>.443<sup>b</sup>3, (τὴν τροφήν) Thphr.<i>CP</i> 2.11.7 (= Democr.A 162).<br /><b class="num">2</b> en cont. negat. [[obtener provecho]], [[gozar de]] irón., [[salir perjudicado]] c. gen. ἧς ἀπολαύων ᾍδην χθόνιον καταβήσῃ de cuya compañía gozando bajarás al Hades</i> E.<i>Andr</i>.543, τῶν ἐμῶν νυμφευμάτων E.<i>Ph</i>.1205, τῶν ἁμαρτημάτων Hp.<i>VM</i> 12, τῶν ἀσεβῶν Pl.<i>Lg</i>.910b, ἑταιρείης ... πικρῆς Opp.<i>C</i>.2.322, θορύβου δὲ καὶ βοῆς Arr.<i>Epict</i>.1.6.26<br /><b class="num">•</b>c. gen. y prep. c. gen. [[conseguirse algo que es un perjuicio]] ἵνα μὴ ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ εἶναι ἀπολαύσωσιν no sea que por imitar se ganen el serlo en realidad</i> Pl.<i>R</i>.395c, cf. 606b, ἀπ' [[ἄλλου]] ὀφθαλμίας Pl.<i>Phdr</i>.255d<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. y gen. o prep. c. gen. [[sufrir]], [[padecer]] τι τῶν κείνης γάμων E.<i>IT</i> 526, τοιαῦτα ἀπολαύσονται τῶν Διὸς ἐρώτων Luc.<i>DDeor</i>.14.2, τι κακὸν ... τὸ ὀστέον ἀπὸ τῆς σαρκός Hp.<i>VC</i> 15<br /><b class="num">•</b>c. el ac. solo, igual sent. τι φλαῦρον Isoc.8.81, τοῦτο Pl.<i>Cri</i>.54a<br /><b class="num">•</b>c. part. ἀπέλαυσα τἄρα νὴ Δί' ἐλθὼν [[ἐνθαδί]] ¡Buena la he hecho, por Zeus, con venirme aquí!</i> Ar.<i>Au</i>.1358.<br /><b class="num">II</b> c. gen. de pers. [[burlarse de]], [[menospreciar]] ἡμῶν Lys.6.38, συνοδοιπόρου Thphr.<i>Char</i>.23.3, ἀπολαύσασά μου Plu.2.587f, cf. <i>Pomp</i>.24.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De una raíz *<i>leH<sup>u̯</sup>2</i>- / *<i>lH<sup>u̯</sup>2</i>- ‘[[hacer botín]]’, de cuyo grado pleno procede gr. [[λεία]] < λᾱϝια del grado cero, c. trat. -<i>au</i>-, [[ἀπολαύω]], ai. <i>lótam</i> ‘[[botín]]’; gót. <i>laun</i> ‘[[recompensa]]’; del grado cero, c. trat. -<i>ŭ</i>-, lat. <i>lŭcrum</i>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολαύω''': μέλλ. ἀπολαύσομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 177, Πλάτ., κλ., μεταγεν. ἀπολαύσω Διον. Ἁλ. 6. 4, Πλούτ., κλ. (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφ. ἀναμφιβόλως [[σφάλμα]] τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Ὑπερείδ. Ἐπιταφ., διαφ. γρ. ἐν Πλάτ. Χαρμ. 172Β): ― ἀόρ. ἀπέλαυσα, Εὐρ. Ι. Τ. 526, Ἀριστοφ., κτλ.: ― πρκμ. ἀπολέλαυκα, Πλάτ. κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4, Ἰσοκ. 389Β: ― Παθ., πρκμ. ἀπολέλαυται Φιλόστρ. 257, ἀλλ’ ἀπολελαυσμένος Πλούτ. 2. 1089Β, 1099D· ἀόρ. ἀπελαύσθην, Φίλων 1. 37: ― Οἱ αὔξησιν δεχόμενοι χρόνοι [[ἐνίοτε]] γράφονται ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, ἀλλ’ [[ἐσφαλμένως]], ὡς λέγει ὁ Ἡρωδιανὸς (ἔκδ. Ἑρμάνν. σ. 315 XL.) «ὁμοίως πλημμελοῦσιν, οἵ λέγουσιν ἀπήλαυσα... [[δέον]] [[μόνως]] διὰ τοῦ ε ἀπέλαυσα» κτλ. (Τὸ ἁπλοῦν λαύω δὲν ἀπαντᾶ, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο = λάω ἤ λάFω ([[ὅπερ]] ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἡρμηνεύθη ἀπολαυστικῶς ἔχω, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 228): [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[λεία]], ληΐς καὶ πιθαν. [[λάτρις]], πρβλ. Σανσκρ. lotas ([[λεία]]), Λατ. latro, lucrum. ― Γοτθ. laum, (Γερμ. lohn): ―[[λαμβάνω]], √ ΛΑΒ, φαίνεται συγγενεύει). Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν πράγματός τινος (πρβλ. [[συναπολαύω]]), ἔχω τὴν ἐξ | |lstext='''ἀπολαύω''': μέλλ. ἀπολαύσομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 177, Πλάτ., κλ., μεταγεν. ἀπολαύσω Διον. Ἁλ. 6. 4, Πλούτ., κλ. (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφ. ἀναμφιβόλως [[σφάλμα]] τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Ὑπερείδ. Ἐπιταφ., διαφ. γρ. ἐν Πλάτ. Χαρμ. 172Β): ― ἀόρ. ἀπέλαυσα, Εὐρ. Ι. Τ. 526, Ἀριστοφ., κτλ.: ― πρκμ. ἀπολέλαυκα, Πλάτ. κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4, Ἰσοκ. 389Β: ― Παθ., πρκμ. ἀπολέλαυται Φιλόστρ. 257, ἀλλ’ ἀπολελαυσμένος Πλούτ. 2. 1089Β, 1099D· ἀόρ. ἀπελαύσθην, Φίλων 1. 37: ― Οἱ αὔξησιν δεχόμενοι χρόνοι [[ἐνίοτε]] γράφονται ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, ἀλλ’ [[ἐσφαλμένως]], ὡς λέγει ὁ Ἡρωδιανὸς (ἔκδ. Ἑρμάνν. σ. 315 XL.) «ὁμοίως πλημμελοῦσιν, οἵ λέγουσιν ἀπήλαυσα... [[δέον]] [[μόνως]] διὰ τοῦ ε ἀπέλαυσα» κτλ. (Τὸ ἁπλοῦν λαύω δὲν ἀπαντᾶ, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο = λάω ἤ λάFω ([[ὅπερ]] ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἡρμηνεύθη ἀπολαυστικῶς ἔχω, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 228): [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[λεία]], ληΐς καὶ πιθαν. [[λάτρις]], πρβλ. Σανσκρ. lotas ([[λεία]]), Λατ. latro, lucrum. ― Γοτθ. laum, (Γερμ. lohn): ―[[λαμβάνω]], √ ΛΑΒ, φαίνεται συγγενεύει). Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν πράγματός τινος (πρβλ. [[συναπολαύω]]), ἔχω τὴν ἐξ αὐτοῦ ὠφέλειαν, μετὰ γεν. πράγμ., τῆς σῆς δικαιοσύνης Ἡρόδ. 6. 86, 1· τῶν σιτίων Ἱππ. 12. 20, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 354Β· ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, κτλ. Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1, 3, κτλ.· ποτῶν, ὁσμῶν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 81, Ἱέρ. 1, 24, κτλ.· τῶν ἀγαθῶν, σχολῆς, κτλ. Πλάτ. Γοργ. 492Β, Νόμ. 871D· τῆς σιωπῆς ἀπολαύειν, ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς σιωπῆς, Δημ. 579. 24· τῆς ἐξουσίας Αἰσχίν. 72. 15· ἀντὶ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε. 2) [[ἀπολαύω]] τί τινος· ― τι γὰρ… ἄν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, πρβλ. Θεσμ. 1008, Πλ. 236· ἐλάχιστα ἀπ. τῶν ὑπαρχόντων Θουκ. 1. 70· τοῦ βίου τι ἀπ. ὁ αὐτ. 2. 53· ἵππων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀπ. ὁ [[ἄνθρωπος]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 299Α, κτλ. τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4. 3) [[ἐνίοτε]] μετ’ αἰτιατ. ἀντὶ μετὰ γεν. ἀπ. τὸν βίον Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 6, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Ἀδήλοις» 53· ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἀπολάπτει [[εἶναι]] πιθανή [[διόρθωσις]] καὶ αὐτὸ δὲ τὸ ἐν Ἀριστ. Αἰσθ. 5. 9, ἀπολαύειν καὶ πάσχειν τι, δὲν [[εἶναι]] βεβαιωμένον. 4) ἀπολ., οἱ ἀπολαύοντες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ πονοῦντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 3· ἧττον ἀπ., ἔχω μικροτέραν ἀπόλαυσιν, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 7. 4, 6. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[συχνάκις]] εἰρωνικῶς, ἔχω τὴν ὠφέλειαν ἔκ τινος, τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀπ. Εὐρ. Φοίν. 1205· ἀπ. τι τῶν γαμῶν ὁ αὐτ. Ι. Τ. 526· ἧς ἀπολαύων Ἅιδην… καταβήσει ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 543· τῶν ἀσεβῶν ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 910Β· φλαῦρον τι ἀπ. Ἰσοκρ. 175Β, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 54Α· [[ὡσαύτως]] μετὰ προθέσεων, ἀπό τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀπ. ὁ αὐτ. Πολ. 606Β· ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ [[εἶναι]] ἀπ., τὸ νὰ καταντήσῃ νὰ γείνῃ τις ἔνεκα τῆς μιμήσεως αὐτὸ τὸ μιμούμενον, [[αὐτόθι]] 395C· ἀπ’ ἄλλου ὀμφθαλμίας ἀπ. νὰ κολλήσῃ τις ὀφθαλμίαν ἀπ’ ἄλλου, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 255D: πρβλ. [[συναπολαύω]]. 2) ἀπολ., ὠφελοῦμαι, «βγαίνω ὠφελημένος», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1358. ΙΙΙ. [[αἰσθάνομαι]] ἀπόλαυσιν διὰ τὸ πάθημά τινος, μετὰ γεν. προσώπ., Πλούτ. 2. 69D. ― Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σχεδὸν ἀποκλειστικῶς Ἀττ., ἀλλ’ ἐκ τῶν τραγικῶν ποιητῶν [[μόνος]] ὁ Εὐρ. μετεχειρίσθη αὐτό, ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 306. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |