Anonymous

παιπαλόεις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιπαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />(<b>επικ. τ.]])<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], [[απότομος]], [[απόκρημνος]] («ἐξ ὄρεος κατεβήσετο παιπαλόεντος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ορεινές [[οδούς]] ή ατραπούς) αυτός που έχει πολλές στροφές, [[ανώμαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[παιπάλη]].
|mltxt=[[παιπαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />(πικ. τ.)<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], [[απότομος]], [[απόκρημνος]] («ἐξ ὄρεος κατεβήσετο παιπαλόεντος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ορεινές [[οδούς]] ή ατραπούς) αυτός που έχει πολλές στροφές, [[ανώμαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[παιπάλη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm