Anonymous

implacable: Difference between revisions

From LSJ
1,276 bytes added ,  4 March 2023
m
no edit summary
m (Text replacement - "Soph." to "Sophocles")
mNo edit summary
 
Line 15: Line 15:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἄσπονδος]], [[ἀπρήϋντος]], [[δυσκάθαρτος]], [[δυσίατος]], [[δυσπαραίτητος]], [[ἀτέραμνος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀνίλαστος]], [[ἀνεξίλαστος]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἀμείλικτος]], [[δυσπαράκλητος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἄσπειστος]], [[δυσδιάλλακτος]], [[ἄνοικτος]], [[ἄληκτος]], [[ἄτροπος]], [[ἀκαταπράϋντος]], [[ἀνήκεστος]], [[ἀνέλεος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀτρεής]], [[ἀναιδής]], [[ἀνίατος]], [[ἄθελκτος]], [[ἀνήλατος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτεγκτος]], [[ἐναντιογνώμων]], [[ἀπότομος]], [[βαρύθυμος]]
|sltx=[[ἄσπονδος]], [[ἀπρήϋντος]], [[δυσκάθαρτος]], [[δυσίατος]], [[δυσπαραίτητος]], [[ἀτέραμνος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀνίλαστος]], [[ἀνεξίλαστος]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἀμείλικτος]], [[δυσπαράκλητος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἄσπειστος]], [[δυσδιάλλακτος]], [[ἄνοικτος]], [[ἄληκτος]], [[ἄτροπος]], [[ἀκαταπράϋντος]], [[ἀνήκεστος]], [[ἀνέλεος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀτρεής]], [[ἀναιδής]], [[ἀνίατος]], [[ἄθελκτος]], [[ἀνήλατος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτεγκτος]], [[ἐναντιογνώμων]], [[ἀπότομος]], [[βαρύθυμος]]
}}
{{trml
|trtx=Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: [[onverzoenlijk]]; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: [[unversöhnlich]]; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: [[αμείλικτος]], [[αδυσώπητος]]; Ancient Greek: [[ἄθελκτος]], [[ἀκήρυκτος]], [[ἄλληκτος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀνάρσιος]], [[ἀνεξίλαστος]], [[ἀνήκεστος]], [[ἀπρήϋντος]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄσπειστος]], [[ἄσπονδος]], [[ἀστεργής]], [[δυσάρεστος]], [[δυσμείλικτος]]; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: [[implacabile]]; Latin: [[implacabilis]], [[implacabile]]; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی‎, آشتی ناپذیر‎; Portuguese: [[implacável]]; Romanian: implacabil; Russian: [[непримиримый]], [[неумолимый]], [[заклятый]]; Spanish: [[implacable]]; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий
}}
}}