Anonymous

φρέαρ: Difference between revisions

From LSJ
22 bytes removed ,  23 April 2023
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=frear
|Transliteration C=frear
|Beta Code=fre/ar
|Beta Code=fre/ar
|Definition=ep. [[φρεῖαρ]] Nic.''Th.''486, τό, gen. φρέᾱτος (v. sub fin.), contr.<br><span class="bld">A</span> φρητός ''IGRom.''1.1167C6 (Egypt, i A. D.), Hdn.Gr.1.409; Ep. dat. φρέᾰτι ''h.Cer.''99 ([[si vera lectio|s. v.l.]]), φρητί Call.''Cer.''15; pl. φρέᾱτα, also φρῆτα ''PCair.Zen.''499.12 (iii B. C.); Ep. pl. φρείᾰτα (v. infr.):—an [[artificial well]] (thus distinguished from [[κρήνη]], cf. Hdt.4.120, D.14.30; but <b class="b3">φρέαρ ἀσφάλτον</b> [[naphtha-spring]], [[LXX]] ''Ge.''14.10, cf. Hdt.6.119), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Il.21.197; the stem φρεατ - first in ''h.Cer.''l.c.<br><span class="bld">2</span> later, [[tank]], [[cistern]], [[reservoir]], Hdt.1.68, Th.2.48,49, ''PHal.''1.98 (iii B. C.), etc.; εἰς φρέαρ [[καταβαίνειν]] καὶ [[κολυμβᾶν]] Pl.''La.''193c, cf. ''Prt.''350a; φ. ὀρώρυκται S.E.''M.''8.129; <b class="b3">ποιητὰ φ</b>., v. [[ποιητός]] ''1'': generally, [[pit]], φρέαρ διαφθορᾶς [[LXX]] ''Ps.''54 (55). 24.<br><span class="bld">b</span> perhaps [[oil-jar]], Ar.''Pl.''810.<br><span class="bld">3</span> metaph., εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτων Pl.''Tht.''174c; <b class="b3">ἐν φρέατι συσχόμενος</b> ib. 165b; <b class="b3">ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις</b>, [[proverb|prov.]] of persons '[[on the brink of a volcano]]', Plu.2.68b; <b class="b3">λύκος περὶ φρέατος χορεύει</b> [[proverb|prov.]] ap. Hsch., Phot.; <b class="b3">πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος</b>, i.e. a large wine-cup, Ath.5.192a, cf. Chamaeleon ap.eund.11.461c. [Att. gen. φρέᾱτος Ar.''Ec.''1004, ''Fr.'' 295, Stratt.57 (troch.), Alex.179, Apollod.Gel.1.] (Orig. frhvṛ, gen. frhvṇτος, cf. Arm. albiur 'well', Goth. and OE. brunna 'stream, burn', Lat. [[ferveo]], [[defrutum]].)  
|Definition=ep. [[φρεῖαρ]] Nic.''Th.''486, τό, gen. φρέᾱτος (v. sub fin.), contr.<br><span class="bld">A</span> φρητός ''IGRom.''1.1167C6 (Egypt, i A. D.), Hdn.Gr.1.409; Ep. dat. φρέᾰτι ''h.Cer.''99 ([[si vera lectio|s. v.l.]]), φρητί Call.''Cer.''15; pl. φρέᾱτα, also φρῆτα ''PCair.Zen.''499.12 (iii B. C.); Ep. pl. φρείᾰτα (v. infr.):—an [[artificial well]] (thus distinguished from [[κρήνη]], cf. Hdt.4.120, D.14.30; but <b class="b3">φρέαρ ἀσφάλτον</b> [[naphtha-spring]], [[LXX]] ''Ge.''14.10, cf. Hdt.6.119), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Il.21.197; the stem φρεατ - first in ''h.Cer.''l.c.<br><span class="bld">2</span> later, [[tank]], [[cistern]], [[reservoir]], Hdt.1.68, Th.2.48,49, ''PHal.''1.98 (iii B. C.), etc.; εἰς φρέαρ [[καταβαίνειν]] καὶ [[κολυμβᾶν]] Pl.''La.''193c, cf. ''Prt.''350a; φ. ὀρώρυκται S.E.''M.''8.129; <b class="b3">ποιητὰ φ</b>., v. [[ποιητός]] ''1'': generally, [[pit]], φρέαρ διαφθορᾶς [[LXX]] ''Ps.''54 (55). 24.<br><span class="bld">b</span> perhaps [[oil-jar]], Ar.''Pl.''810.<br><span class="bld">3</span> metaph., εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτων Pl.''Tht.''174c; <b class="b3">ἐν φρέατι συσχόμενος</b> ib. 165b; [[ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις]], [[proverb|prov.]] of persons '[[on the brink of a volcano]]', Plu.2.68b; <b class="b3">λύκος περὶ φρέατος χορεύει</b> [[proverb|prov.]] ap. Hsch., Phot.; <b class="b3">πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος</b>, i.e. a large wine-cup, Ath.5.192a, cf. Chamaeleon ap.eund.11.461c. [Att. gen. φρέᾱτος Ar.''Ec.''1004, ''Fr.'' 295, Stratt.57 (troch.), Alex.179, Apollod.Gel.1.] (Orig. frhvṛ, gen. frhvṇτος, cf. Arm. albiur 'well', Goth. and OE. brunna 'stream, burn', Lat. [[ferveo]], [[defrutum]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=φρέατος (τό) :<br /><b>I.</b> [[puits]] : <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]] PLUT la danse autour du puits <i>en parl. de <i>pers.</i> qui ne voient pas le danger</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> citerne, réservoir d'eau;<br /><b>2</b> [[cuve pour l'huile nouvelle]].<br />'''Étymologie:''' p. *φρέϜαρ &gt; *φρύαρ, de *Ϝρύω, c. [[ἐρύω]], puiser.
|btext=φρέατος (τό) :<br /><b>I.</b> [[puits]] : <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> [[ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις]] PLUT [[la danse autour du puits]] <i>en parl. de <i>pers.</i> qui ne voient pas le danger</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> citerne, réservoir d'eau;<br /><b>2</b> [[cuve pour l'huile nouvelle]].<br />'''Étymologie:''' p. *φρέϜαρ &gt; *φρύαρ, de *Ϝρύω, c. [[ἐρύω]], puiser.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φρέαρ''': τό, γενικ. φρέᾱτος, (ἴδε ἐν τέλει), συνῃρ. φρητὸς (κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 800. 10)˙ Ἐπικ. πληθ. φρείᾰτα. Πηγὴ ὕδατος τεχνικὴ (διακρινόμενη κατὰ τοῦτο τῆς κρήνης, πρβλ. Δημ. 186. 16), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197 ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 99, Ἡρόδ. 6. 119). 2) μεθ’ Ὅμηρον ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πηγάδι», Λατ. puteus, Ἡρόδ. 1. 68., 4. 120, Θουκ. 2. 48, 49˙ εἰς φρ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Πλάτ. Λάχ. 193C, πρβλ. Πρωτ. 350Α˙ φρ. ὀρύσσειν Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 8. 120˙ ποιητὰ φρ., ἴδε ποιητὸς Ι˙ ― [[καθόλου]], [[βόθρος]], [[ὄρυγμα]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΔϳ, 24)˙ ― [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, Ἀριστοφ. Πλ. 810. 3). μεταφορ, εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν Πλάτ. Θεαίτ. 174C· ἐν φρέατι συνεχόμενος [[αὐτόθι]] 165Β˙ ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]], [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπων εὑρισκομένων εἰς τὸ [[χεῖλος]] τοῦ ὀλέθρου, Πλούτ. 2. 68Α˙ πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπου πολυπότου, Ἀθήν. 192Α, 461C. (Πρβλ. Γοτθ. brunna, Ἀρχ. Γερμ. brunno, Γερμ. brunnen, Ἀρχ. Ἀγγλ. burn, bourne)˙ [[ἴσως]] (ὡς νομίζει ὁ Grimm) συγγενὲς τῷ fervere (brennen)˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 415). [Ἀττικ. γεν. φρέᾱτος. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1004, ἐν «Εἰρήνῃ δευτέρᾳ» 3 (Meineke), Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 1, Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2, [[Ἀπολλόδωρος]] ὁ Γελῷος ἐν «Ἀπολειπούσῃ» 1˙ οὕτω φρεᾱτιαῖος˙ πρβλ. [[κέρας]]].
|lstext='''φρέαρ''': τό, γενικ. φρέᾱτος, (ἴδε ἐν τέλει), συνῃρ. φρητὸς (κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 800. 10)˙ Ἐπικ. πληθ. φρείᾰτα. Πηγὴ ὕδατος τεχνικὴ (διακρινόμενη κατὰ τοῦτο τῆς κρήνης, πρβλ. Δημ. 186. 16), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197 ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 99, Ἡρόδ. 6. 119). 2) μεθ’ Ὅμηρον ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πηγάδι», Λατ. puteus, Ἡρόδ. 1. 68., 4. 120, Θουκ. 2. 48, 49˙ εἰς φρ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Πλάτ. Λάχ. 193C, πρβλ. Πρωτ. 350Α˙ φρ. ὀρύσσειν Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 8. 120˙ ποιητὰ φρ., ἴδε ποιητὸς Ι˙ ― [[καθόλου]], [[βόθρος]], [[ὄρυγμα]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΔϳ, 24)˙ ― [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, Ἀριστοφ. Πλ. 810. 3). μεταφορ, εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν Πλάτ. Θεαίτ. 174C· ἐν φρέατι συνεχόμενος [[αὐτόθι]] 165Β˙ [[ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις]], [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπων εὑρισκομένων εἰς τὸ [[χεῖλος]] τοῦ ὀλέθρου, Πλούτ. 2. 68Α˙ πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπου πολυπότου, Ἀθήν. 192Α, 461C. (Πρβλ. Γοτθ. brunna, Ἀρχ. Γερμ. brunno, Γερμ. brunnen, Ἀρχ. Ἀγγλ. burn, bourne)˙ [[ἴσως]] (ὡς νομίζει ὁ Grimm) συγγενὲς τῷ fervere (brennen)˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 415). [Ἀττικ. γεν. φρέᾱτος. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1004, ἐν «Εἰρήνῃ δευτέρᾳ» 3 (Meineke), Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 1, Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2, [[Ἀπολλόδωρος]] ὁ Γελῷος ἐν «Ἀπολειπούσῃ» 1˙ οὕτω φρεᾱτιαῖος˙ πρβλ. [[κέρας]]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῖαρ, -είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, -ητός, Α<br />βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την [[άντληση]] νερού, [[πηγάδι]] («[[οὔτε]] [[ἄντλημα]] ἔχεις καὶ τὸ [[φρέαρ]] ἐστὶ βαθύ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε [[κοίτασμα]] μετάλλου ή ορυκτού (α. «[[φρέαρ]] ορυχείου» β. «[[φρέαρ]] άντλησης πετρελαίου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αρτεσιανό [[φρέαρ]]» — [[πηγάδι]] που ανοίγεται με [[γεώτρηση]] ή [[σκάψιμο]] [[μέχρι]] το υδροφόρο [[στρώμα]], [[έτσι]] ώστε να δοθεί [[διέξοδος]] στο [[νερό]] που βρίσκεται υπό [[πίεση]] και το οποίο αναβλύζει [[χωρίς]] [[άντληση]]<br />β) «[[φρέαρ]] δυναμικού»<br /><b>φυσ.</b> η [[διαμόρφωση]] της κατανομής του ηλεκτρικού δυναμικού [[γύρω]] από ένα ηλεκτρικώς φορτισμένο [[σώμα]], λ.χ. έναν ατομικό [[πυρήνα]], με τη [[μορφή]] πηγαδιού με υπερυψωμένα χείλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όρυγμα, [[λάκκος]] («τίνος ὑμῶν υἱὸς ἤ [[βοῦς]] εἰς [[φρέαρ]] ἐμπεσεῖται», ΚΔ)<br /><b>2.</b> μεγάλο [[χάσμα]] στη γη («καὶ ἤνοιξε τὸ [[φρέαρ]] τῆς ἀβύσσου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δεξαμενή]] νερού<br /><b>4.</b> [[αγγείο]] για το [[λάδι]] («τὸ [[φρέαρ]] δ' ἐλαίου μεστόν», Αριοτοφ.)<br /><b>5.</b> μεγάλο [[ποτήρι]] («καὶ πίνει ἐξ ἀργυροῦ φρέατος», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσχερής]] [[θέση]] («εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]]» — λέγεται για ανθρώπους που βρίσκονται στα πρόθυρα καταστροφής, στο [[χείλος]] του γκρεμού (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φρέ</i>-<i>αρ</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i>-<i>ē</i><i>w</i>-, [[άλλη]] [[μορφή]] —με [[παρέκταση]] -<i>w</i>- και [[έκταση]] του φωνήεντος -<i>e</i>- της ρίζας <i>bher</i>- «κινούμαι ορμητικά, [[αναβράζω]], [[κοχλάζω]]» (<b>πρβλ.</b> και τη [[μορφή]] <i>bher</i>-<i>w</i>-, από όπου το λατ. <i>ferveo</i> «[[βράζω]]» και, [[κατά]] μία [[άποψη]], τα ρ. [[φύρω]], [[φορύνω]]) και εμφανίζει μια χαρακτηριστική σημασιολογική [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[νερό]] που αναβράζει» στη σημ. «[[πηγή]] νερού, [[πηγάδι]]». Από μορφολογική [[άποψη]], ο τ. <i>φρέ</i>-<i>αρ</i> έχει προέλθει από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>φρῆF</i>-) με το [[επίθημα]] –<i>r</i> στη συνεσταλμένη του [[μορφή]] -<i>r</i>- (> -<i>αρ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>στέ</i>-<i>αρ</i> με τον [[εξής]] τρόπο: <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>-<i>r</i>> <i>φρῆF</i>- <i>ăρ</i> > <i>φρέ</i>-<i>ᾱρ</i> (με [[αντιμεταχώρηση]], <b>πρβλ.</b> [[λεώς]] <span style="color: red;"><</span> [[ληός]] / <i>λᾱός</i>). Ο επ. τ. [[φρεῖαρ]], εξάλλου, προήλθε από τον τ. <i>φρηFᾰρ</i> με [[βράχυνση]] του μακρού φωνήεντος -<i>η</i>- [[μπροστά]] από [[άλλο]] [[φωνήεν]] [[μετά]] τη σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἱερ</i>-<i>ηF</i>-<i>ιον</i> > [[ἱερήϊον]] > <i>ἱερέϊον</i>) και την [[ανάπτυξη]] του -<i>ι</i>- για μετρ. λόγους, ενώ ο δωρ. τ. <i>φρῆρ</i> εμφανίζει [[συναίρεση]] τών -<i>εα</i>- όπως και οι τ.: γεν. <i>φρητός</i>, δοτ. <i>φρητί</i>, ονομ. πληθ. <i>φρῆτα</i>. Αντίστοιχος με τη λ. [[φρέαρ]] και με παρόμοιο τρόπο σχηματισμένος [[είναι]] ο αρμ. τ. <i>atbiwr</i> «[[πηγή]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>a</i>-<i>tb</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>a</i>-<i>rb</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>br</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>a<i>r</i>-), ενώ από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhru</i>- της ρίζας και με [[επίθημα]] σε -<i>n</i>- (γνωστή [[είναι]] η [[εναλλαγή]] στα επιθήματα -<i>r</i> / <i>n</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ὕπνος]]: <i>ὗπαρ</i>) έχουν σχηματιστεί τα: γοτθ. <i>brunna</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>brunno</i> «[[πηγή]], [[πηγάδι]]» (<b>πρβλ.</b> και το νεώτερο γερμ. <i>Brunnen</i>). Τέλος, στην [[ίδια]] [[μορφή]] ρίζας <i>bhru</i> ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], το ρ. [[φρυάσσομαι]]].
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῖαρ, -είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, -ητός, Α<br />βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την [[άντληση]] νερού, [[πηγάδι]] («[[οὔτε]] [[ἄντλημα]] ἔχεις καὶ τὸ [[φρέαρ]] ἐστὶ βαθύ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε [[κοίτασμα]] μετάλλου ή ορυκτού (α. «[[φρέαρ]] ορυχείου» β. «[[φρέαρ]] άντλησης πετρελαίου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αρτεσιανό [[φρέαρ]]» — [[πηγάδι]] που ανοίγεται με [[γεώτρηση]] ή [[σκάψιμο]] [[μέχρι]] το υδροφόρο [[στρώμα]], [[έτσι]] ώστε να δοθεί [[διέξοδος]] στο [[νερό]] που βρίσκεται υπό [[πίεση]] και το οποίο αναβλύζει [[χωρίς]] [[άντληση]]<br />β) «[[φρέαρ]] δυναμικού»<br /><b>φυσ.</b> η [[διαμόρφωση]] της κατανομής του ηλεκτρικού δυναμικού [[γύρω]] από ένα ηλεκτρικώς φορτισμένο [[σώμα]], λ.χ. έναν ατομικό [[πυρήνα]], με τη [[μορφή]] πηγαδιού με υπερυψωμένα χείλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όρυγμα, [[λάκκος]] («τίνος ὑμῶν υἱὸς ἤ [[βοῦς]] εἰς [[φρέαρ]] ἐμπεσεῖται», ΚΔ)<br /><b>2.</b> μεγάλο [[χάσμα]] στη γη («καὶ ἤνοιξε τὸ [[φρέαρ]] τῆς ἀβύσσου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δεξαμενή]] νερού<br /><b>4.</b> [[αγγείο]] για το [[λάδι]] («τὸ [[φρέαρ]] δ' ἐλαίου μεστόν», Αριοτοφ.)<br /><b>5.</b> μεγάλο [[ποτήρι]] («καὶ πίνει ἐξ ἀργυροῦ φρέατος», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσχερής]] [[θέση]] («εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις]]» — λέγεται για ανθρώπους που βρίσκονται στα πρόθυρα καταστροφής, στο [[χείλος]] του γκρεμού (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φρέ</i>-<i>αρ</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i>-<i>ē</i><i>w</i>-, [[άλλη]] [[μορφή]] —με [[παρέκταση]] -<i>w</i>- και [[έκταση]] του φωνήεντος -<i>e</i>- της ρίζας <i>bher</i>- «κινούμαι ορμητικά, [[αναβράζω]], [[κοχλάζω]]» (<b>πρβλ.</b> και τη [[μορφή]] <i>bher</i>-<i>w</i>-, από όπου το λατ. <i>ferveo</i> «[[βράζω]]» και, [[κατά]] μία [[άποψη]], τα ρ. [[φύρω]], [[φορύνω]]) και εμφανίζει μια χαρακτηριστική σημασιολογική [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[νερό]] που αναβράζει» στη σημ. «[[πηγή]] νερού, [[πηγάδι]]». Από μορφολογική [[άποψη]], ο τ. <i>φρέ</i>-<i>αρ</i> έχει προέλθει από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>φρῆF</i>-) με το [[επίθημα]] –<i>r</i> στη συνεσταλμένη του [[μορφή]] -<i>r</i>- (> -<i>αρ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>στέ</i>-<i>αρ</i> με τον [[εξής]] τρόπο: <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>-<i>r</i>> <i>φρῆF</i>- <i>ăρ</i> > <i>φρέ</i>-<i>ᾱρ</i> (με [[αντιμεταχώρηση]], <b>πρβλ.</b> [[λεώς]] <span style="color: red;"><</span> [[ληός]] / <i>λᾱός</i>). Ο επ. τ. [[φρεῖαρ]], εξάλλου, προήλθε από τον τ. <i>φρηFᾰρ</i> με [[βράχυνση]] του μακρού φωνήεντος -<i>η</i>- [[μπροστά]] από [[άλλο]] [[φωνήεν]] [[μετά]] τη σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἱερ</i>-<i>ηF</i>-<i>ιον</i> > [[ἱερήϊον]] > <i>ἱερέϊον</i>) και την [[ανάπτυξη]] του -<i>ι</i>- για μετρ. λόγους, ενώ ο δωρ. τ. <i>φρῆρ</i> εμφανίζει [[συναίρεση]] τών -<i>εα</i>- όπως και οι τ.: γεν. <i>φρητός</i>, δοτ. <i>φρητί</i>, ονομ. πληθ. <i>φρῆτα</i>. Αντίστοιχος με τη λ. [[φρέαρ]] και με παρόμοιο τρόπο σχηματισμένος [[είναι]] ο αρμ. τ. <i>atbiwr</i> «[[πηγή]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>a</i>-<i>tb</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>a</i>-<i>rb</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>br</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>a<i>r</i>-), ενώ από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhru</i>- της ρίζας και με [[επίθημα]] σε -<i>n</i>- (γνωστή [[είναι]] η [[εναλλαγή]] στα επιθήματα -<i>r</i> / <i>n</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ὕπνος]]: <i>ὗπαρ</i>) έχουν σχηματιστεί τα: γοτθ. <i>brunna</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>brunno</i> «[[πηγή]], [[πηγάδι]]» (<b>πρβλ.</b> και το νεώτερο γερμ. <i>Brunnen</i>). Τέλος, στην [[ίδια]] [[μορφή]] ρίζας <i>bhru</i> ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], το ρ. [[φρυάσσομαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm