3,274,294
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...) |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δύναμη]], [[κυρίως]] σωματική, [[ισχύς]] (α. «έχει χάσει το [[σθένος]] του» β. «[[σθένος]] λέοντος», ΠΔ<br />γ. «γνῶμαι [[πλέον]] κρατοῦσιν ἤ [[σθένος]] χειρῶν», <b>Σοφ.</b><br />δ. «σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾱσαι σθένει», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ψυχική και [[ηθική]] [[δύναμη]] (α. «το [[σθένος]] της πίστης» β. «τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ' ἀδήριτον [[σθένος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «τῆς ἀληθείας [[σθένος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παντί σθένει» — πάση δυνάμει, με όλη τη [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> η [[ικανότητα]] τών ατόμων ενός χημικού στοιχείου και, κατ' [[επέκταση]], τών ιόντων και τών ριζών να ενώνονται υπό συγκεκριμένη [[αναλογία]] με άλλα άτομα ή ιόντα ή με άλλες ρίζες<br /><b>2.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[δυνατότητα]] του ρήματος να συνδυάζεται, στα πλαίσια της πρότασης, με έναν αριθμό διαφορετικών από αυτό γλωσσικών στοιχείων, τα οποία ανήκουν στο ίδιο επίπεδο, [[δηλαδή]] το μορφολογικό, όπως [[είναι]] λ.χ. τα αμετάβατα ρήματα που συνδυάζονται μόνον με το [[υποκείμενο]] και για αυτό λέγονται μονοσθενή, τα μεταβατικά ρήματα που συνδυάζονται με το [[υποκείμενο]] και με ένα ή δύο αντικείμενα και για αυτό λέγονται δισθενή ή τρισθενή, ενώ τα απρόσωπα, λ.χ. βρέχει, χιονίζει, δεν συνδυάζονται με κανένα [[άλλο]] [[στοιχείο]] και γι' αυτό λέγονται ασθενή<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ηλεκτρόνιο]] σθένους»<br /><b>χημ.</b> καθένα από τα ηλεκτρόνια της εξώτατης στιβάδας τών ατόμων που συμμετέχουν στη [[δημιουργία]] χημικών δεσμών β) «[[ζώνη]] σθένους»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> το [[σύνολο]] τών ενεργειακών [[σταθμών]] που καταλαμβάνονται από τα εξώτατα ηλεκτρόνια τών ατόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρατιωτική, πολεμική [[δύναμη]], [[στράτευμα]] («[[νύκτα]] μὲν εἰν ἀγορῇ [[σθένος]] ἕξομεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πληθώρα]], [[αφθονία]] («ὕδατος [[σθένος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σθένος]] Ὠρίωνος» — ο [[Ωρίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκό τ. με [[επίθημα]] -(<i>ε</i>)<i>νος</i> ( | |mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δύναμη]], [[κυρίως]] σωματική, [[ισχύς]] (α. «έχει χάσει το [[σθένος]] του» β. «[[σθένος]] λέοντος», ΠΔ<br />γ. «γνῶμαι [[πλέον]] κρατοῦσιν ἤ [[σθένος]] χειρῶν», <b>Σοφ.</b><br />δ. «σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾱσαι σθένει», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ψυχική και [[ηθική]] [[δύναμη]] (α. «το [[σθένος]] της πίστης» β. «τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ' ἀδήριτον [[σθένος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «τῆς ἀληθείας [[σθένος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παντί σθένει» — πάση δυνάμει, με όλη τη [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> η [[ικανότητα]] τών ατόμων ενός χημικού στοιχείου και, κατ' [[επέκταση]], τών ιόντων και τών ριζών να ενώνονται υπό συγκεκριμένη [[αναλογία]] με άλλα άτομα ή ιόντα ή με άλλες ρίζες<br /><b>2.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[δυνατότητα]] του ρήματος να συνδυάζεται, στα πλαίσια της πρότασης, με έναν αριθμό διαφορετικών από αυτό γλωσσικών στοιχείων, τα οποία ανήκουν στο ίδιο επίπεδο, [[δηλαδή]] το μορφολογικό, όπως [[είναι]] λ.χ. τα αμετάβατα ρήματα που συνδυάζονται μόνον με το [[υποκείμενο]] και για αυτό λέγονται μονοσθενή, τα μεταβατικά ρήματα που συνδυάζονται με το [[υποκείμενο]] και με ένα ή δύο αντικείμενα και για αυτό λέγονται δισθενή ή τρισθενή, ενώ τα απρόσωπα, λ.χ. βρέχει, χιονίζει, δεν συνδυάζονται με κανένα [[άλλο]] [[στοιχείο]] και γι' αυτό λέγονται ασθενή<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ηλεκτρόνιο]] σθένους»<br /><b>χημ.</b> καθένα από τα ηλεκτρόνια της εξώτατης στιβάδας τών ατόμων που συμμετέχουν στη [[δημιουργία]] χημικών δεσμών β) «[[ζώνη]] σθένους»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> το [[σύνολο]] τών ενεργειακών [[σταθμών]] που καταλαμβάνονται από τα εξώτατα ηλεκτρόνια τών ατόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρατιωτική, πολεμική [[δύναμη]], [[στράτευμα]] («[[νύκτα]] μὲν εἰν ἀγορῇ [[σθένος]] ἕξομεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πληθώρα]], [[αφθονία]] («ὕδατος [[σθένος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σθένος]] Ὠρίωνος» — ο [[Ωρίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκό τ. με [[επίθημα]] -(<i>ε</i>)<i>νος</i> ([[πρβλ]]. [[ἄφενος]], [[ἔρνος]], [[κτῆνος]]). Κατά μία [[άποψη]] η λ. [[σθένος]] <span style="color: red;"><</span> <i>zg</i><sup>u</sup><i>h</i>-<i>enos</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>zg</i><sup>u</sup><i>h</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>saghnoti</i> «[[υφίσταμαι]], [[αντέχω]]», αβεστ. <i>a</i>-<i>zg</i>-<i>ata</i> «[[ισχυρός]], ακαταμάτηχος»). Κατ' άλλους, η λ. [[σθένος]] <span style="color: red;"><</span> <i>σθᾱνος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>στᾱ</i>-<i>σνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]] (<b>πρβλ.</b> <i>στᾱσις</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], με [[αφορμή]] την [[παρατήρηση]] ότι η λ. [[σθένος]] [[είναι]] η μοναδική ελλην. λ. που αρχίζει από συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>σθ</i>-, πιθανολογείται η σύνδεσή της με το ρ. <i>εὐθενῶ</i> «[[ακμάζω]]» με προθεματικό <i>σ</i>-. Καμία, [[ωστόσο]], από τις [[παραπάνω]] απόψεις δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |