Anonymous

ὀρθόθριξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόθριξ]], -τριχος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις [[τρίχες]] του ή αυτός που ανορθώνει τις [[τρίχες]] άλλου, αυτός που προκαλεί [[ανατρίχιασμα]] (α. «[[ὀρθόθριξ]] [[φόβος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκνό</i>-[[θριξ]])].
|mltxt=[[ὀρθόθριξ]], -τριχος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις [[τρίχες]] του ή αυτός που ανορθώνει τις [[τρίχες]] άλλου, αυτός που προκαλεί [[ανατρίχιασμα]] (α. «[[ὀρθόθριξ]] [[φόβος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[πυκνόθριξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm