3,273,724
edits
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (πληθ. βάρη και βάρητα, τα) (AM [[βάρος]])<br /><b>1.</b> [[φόρτωμα]]<br /><b>2.</b> δυσάρεστο [[αίσθημα]]<br /><b>3.</b> οικονομική [[υποχρέωση]]<br /><b>4.</b> [[βαρύτητα]], [[αξία]]<br /><b>5.</b> [[πίεση]], [[στενοχώρια]]<br /><b>6.</b> [[θλίψη]], [[λύπη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχή]]<br /><b>2.</b> αυστηρή [[εντολή]]<br /><b>3.</b> [[αρρώστια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η βαρυτική [[δύναμη]], η [[έλξη]] που ασκείται σ' ένα [[σώμα]] λόγω της παρουσίας ενός δεύτερου σώματος [[μεγάλης]] μάζας, όπως [[είναι]] η Γη<br /><b>2.</b> ορισμένη [[συμπεριφορά]] που επιβάλλεται σε κάποιον με [[σύμβαση]] ή απευθείας από τον νόμο και που δεν μπορεί να εκβιαστεί με [[αγωγή]] [[αλλά]] που η μη τήρησή της συνεπάγεται ορισμένες δυσμενείς επιπτώσεις για τον βαρυνόμενο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ειδικό [[βάρος]]» — όρος που δηλώνει το [[βάρος]] μία ουσίας ανά [[μονάδα]] όγκου<br /><b>4.</b> «[[βάρος]] απόδειξης» — η [[υποχρέωση]] των διαδίκων ν' αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους<br /><b>5.</b> «[[άρση]] βαρών» — [[άθλημα]] στο οποίο ο [[αθλητής]] ανυψώνει μετάλλινη ράβδο στα [[άκρα]] της οποίας τοποθετούνται μετάλλινοι δίσκοι ορισμένου βάρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όγκος, [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[πλούτος]]<br /><b>3.</b> [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> η [[σφοδρότητα]], η [[βιαιότητα]]<br /><b>5.</b> η [[ένταση]] του τόνου των λέξεων<br /><b>6.</b> η [[βαρύτητα]] του τόνου στη [[μουσική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλα [[προς]] το επίθ. [[βαρύς]] υπάρχει το ουσ. [[βάρος]], το οποίο παράγεται από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i> «[[βαρύς]]» ([[αντί]] [[βέρος]]), αναλογικά [[προς]] το [[βαρύς]] και [[κατά]] το [[πρότυπο]] άλλων ζευγών λέξεων ([[πρβλ]]. | |mltxt=το (πληθ. βάρη και βάρητα, τα) (AM [[βάρος]])<br /><b>1.</b> [[φόρτωμα]]<br /><b>2.</b> δυσάρεστο [[αίσθημα]]<br /><b>3.</b> οικονομική [[υποχρέωση]]<br /><b>4.</b> [[βαρύτητα]], [[αξία]]<br /><b>5.</b> [[πίεση]], [[στενοχώρια]]<br /><b>6.</b> [[θλίψη]], [[λύπη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχή]]<br /><b>2.</b> αυστηρή [[εντολή]]<br /><b>3.</b> [[αρρώστια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η βαρυτική [[δύναμη]], η [[έλξη]] που ασκείται σ' ένα [[σώμα]] λόγω της παρουσίας ενός δεύτερου σώματος [[μεγάλης]] μάζας, όπως [[είναι]] η Γη<br /><b>2.</b> ορισμένη [[συμπεριφορά]] που επιβάλλεται σε κάποιον με [[σύμβαση]] ή απευθείας από τον νόμο και που δεν μπορεί να εκβιαστεί με [[αγωγή]] [[αλλά]] που η μη τήρησή της συνεπάγεται ορισμένες δυσμενείς επιπτώσεις για τον βαρυνόμενο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ειδικό [[βάρος]]» — όρος που δηλώνει το [[βάρος]] μία ουσίας ανά [[μονάδα]] όγκου<br /><b>4.</b> «[[βάρος]] απόδειξης» — η [[υποχρέωση]] των διαδίκων ν' αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους<br /><b>5.</b> «[[άρση]] βαρών» — [[άθλημα]] στο οποίο ο [[αθλητής]] ανυψώνει μετάλλινη ράβδο στα [[άκρα]] της οποίας τοποθετούνται μετάλλινοι δίσκοι ορισμένου βάρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όγκος, [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[πλούτος]]<br /><b>3.</b> [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> η [[σφοδρότητα]], η [[βιαιότητα]]<br /><b>5.</b> η [[ένταση]] του τόνου των λέξεων<br /><b>6.</b> η [[βαρύτητα]] του τόνου στη [[μουσική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλα [[προς]] το επίθ. [[βαρύς]] υπάρχει το ουσ. [[βάρος]], το οποίο παράγεται από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i> «[[βαρύς]]» ([[αντί]] [[βέρος]]), αναλογικά [[προς]] το [[βαρύς]] και [[κατά]] το [[πρότυπο]] άλλων ζευγών λέξεων ([[πρβλ]]. [[θαρσοςθαρσύς]]). Ως απλή απαντά η λ. αρχικά στον Ηρόδοτο και τον Αισχύλο, ενώ παράλληλα χρησιμοποιήθηκε και ως β' συνθετικό πολλών επιθέτων της αρχαίας και λιγότερων της [[νέας]] Ελληνικής με τη [[μορφή]] -<i>βαρής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαρύλλιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαρίδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[βαρογράφος]] [[βαροδέκτης]], [[βαρόμετρο]], <i>βαροσκόπιο</i>, <i>βάροσμος</i><br />(Β' συνθετικό) [[αβαρής]], [[ανισοβαρής]], [[ανομοιοβαρής]], [[ετεροβαρής]], [[ισοβαρής]], [[οινοβαρής]], [[ολιγοβαρής]], [[ομοιοβαρής]], [[υπερβαρής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αιμοβαρής</i>, <i>αμφιβαρής</i>, <i>ανδροβαρής</i>, <i>βυσσοβαρής</i>, [[γαστροβαρής]], [[γυιοβαρής]], [[δουριβαρής]], [[επιβαρής]], [[θυμοβαρής]], [[καταβαρής]], [[καρηβαρής]], [[κεφαλοβαρής]], [[νεκροβαρής]], [[νοσοβαρής]], <i>οξειοβαρής</i>, <i>οξοβαρής</i>, [[οπισθοβαρής]], [[παντοβαρής]], [[στερροβαρής]], [[τετραβαρής]], [[φλοιοβαρής]], [[χαλκοβαρής]], [[χειροβαρής]] <b>νεοελλ.</b> [[αμφοτεροβαρής]], <i>εμπροσθοβαρής</i>, [[κεντροβαρής]], [[λιποβαρής]], [[μεικτοβαρής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |