Anonymous

ἠερέθομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Undo revision 2950214 by Spiros (talk)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Undo revision 2950214 by Spiros (talk))
Tag: Undo
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀείρω]]): [[flutter]], [[float]], Il. 21.12 ; φρένες, ‘are [[unstable]],’ Il. 3.108.
|auten=([[ἀείρω]]): [[flutter]], [[float]], Il. 21.12 ; φρένες, ‘are [[unstable]],’ Il. 3.108.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠερέθομαι]] (Α)<br />(επικ. τ. του αείρομαι<br />μόνο στο γ' πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.)<br /><b>1.</b> [[κρέμομαι]], μετεωρίζομαι, [[αιωρούμαι]]<br /><b>2.</b> (για νέους) [[είμαι]] [[άστατος]], έχω ασταθή φρονήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Παράλληλος τ. του [[αείρω]] (Ι) ([[πρβλ]]. [[ηγερέθομααγείρω]]). Το αρχικό μακρύ [[φωνήεν]] αποδίδεται σε μετρικούς λόγους].
|mltxt=[[ἠερέθομαι]] (Α)<br />(επικ. τ. του αείρομαι<br />μόνο στο γ' πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.)<br /><b>1.</b> [[κρέμομαι]], μετεωρίζομαι, [[αιωρούμαι]]<br /><b>2.</b> (για νέους) [[είμαι]] [[άστατος]], έχω ασταθή φρονήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Παράλληλος τ. του [[αείρω]] (Ι) ([[πρβλ]]. <i>ηγερέθομα</i>-[[αγείρω]]). Το αρχικό μακρύ [[φωνήεν]] αποδίδεται σε μετρικούς λόγους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠερέθομαι:''' Επικ. αντί <i>ἀείρομαι</i>, Παθ., βρίσκεται μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. <i>ἠερέθονται</i>, <i>-οντο</i>· [[κρέμομαι]], [[αιωρούμαι]], είμαι [[μετέωρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφορ., ὁπλοτέρων [[ἀνδρῶν]] [[φρένες]] ἠερέθονται, τα μυαλά των [[νέων]] αλλάζουν όπως το [[φύσημα]] του ανέμου, λέγεται για τον άστατο, ευμετάβλητο χαρακτήρα των [[νέων]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἠερέθομαι:''' Επικ. αντί <i>ἀείρομαι</i>, Παθ., βρίσκεται μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. <i>ἠερέθονται</i>, <i>-οντο</i>· [[κρέμομαι]], [[αιωρούμαι]], είμαι [[μετέωρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφορ., ὁπλοτέρων [[ἀνδρῶν]] [[φρένες]] ἠερέθονται, τα μυαλά των [[νέων]] αλλάζουν όπως το [[φύσημα]] του ανέμου, λέγεται για τον άστατο, ευμετάβλητο χαρακτήρα των [[νέων]], στο ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic for ἀείρομαι, Pass., only [[found]] in3 pl. pres. and imperf. ἠερέθονται, -οντο]<br />to [[hang]] floating or [[waving]] in the air, Il.:—metaph., ὁπλοτέρων [[ἀνδρῶν]] φρένες ἠερέθονται [[young]] men's minds [[turn]] with [[every]] [[wind]], Il.
|mdlsjtxt=[epic for ἀείρομαι, Pass., only [[found]] in3 pl. pres. and imperf. ἠερέθονται, -οντο]<br />to [[hang]] floating or [[waving]] in the air, Il.:—metaph., ὁπλοτέρων [[ἀνδρῶν]] φρένες ἠερέθονται [[young]] men's minds [[turn]] with [[every]] [[wind]], Il.
}}
}}