3,273,724
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=φοιτῶ, -άω και ιων. τ. -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συχνάζω]]<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] σε [[σχολείο]], [[παρακολουθώ]] μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[είμαι]] [[φοιτητής]], [[σπουδάζω]] σε ανώτατο ή ανώτερο εκπαιδευτικό [[ίδρυμα]] («φοιτά στη φιλοσοφική»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για λόγο, [[φήμη]], [[δόξα]] ή για θεολογικό [[δόγμα]]) διαδίδομαι πολύ ή διαδίδομαι [[γρήγορα]], εξαπλώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιφέρομαι εδώ κι [[εκεί]] («φοίτων [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] κατὰ στρατόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> κινούμαι, [[γυρίζω]] σαν [[τρελός]] («φοιτῶντ' ἄνδρα μανιάσιν νόσοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για τις Βάκχες και για τους ιερείς της Κυβέλης) περιφέρομαι εδώ κι [[εκεί]] υπό την [[επήρεια]] έκστασης ή μανίας<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]] άνδρα ή [[γυναίκα]] με σκοπό τη σαρκική [[επαφή]]<br /><b>5.</b> (για όνειρο) εμφανίζομαι [[συχνά]] σε κάποιον, τον [[καταδιώκω]] («[[πολλάκις]] μοι φοιτῶν τὸ αὐτὸ [[ἐνύπνιον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον ως [[φίλος]], με φιλική [[διάθεση]]<br /><b>7.</b> (για γιατρό) [[ασκώ]] το επάγγελμά μου πηγαίνοντας από [[πόλη]] σε [[πόλη]]<br /><b>8.</b> (για πράγμ. και, [[κυρίως]], για [[εμπόρευμα]]) εισάγομαι [[κάπου]]<br /><b>9.</b> (για [[τέλος]], για [[φόρο]]) εισπράττομαι καθημερινά ή σε τακτά χρονικά διαστήματα<br /><b>10.</b> (για χρονική [[στιγμή]]) [[επανέρχομαι]] [[περιοδικώς]]<br /><b>11.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[εμμηνορρυσία]] και για [[κένωση]] εντέρων) συντελούμαι σε ορισμένα χρονικά διαστήματα<br /><b>12.</b> (για νόσο) [[προσβάλλω]] κάποιον [[συχνά]]<br /><b>13.</b> (για [[φυσικό]] [[φαινόμενο]]) [[επέρχομαι]] [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. ρ., το οποίο εμφανίζει κατάλ. -<i>τάω</i> / -<i>τῶ</i> ([[πρβλ]]. [[ἀρτῶ]], [[ὀπτῶ]], [[σκιρτῶ]]) που απαντά [[συνήθως]] σε ρ. παράγωγα ονομάτων σε -<i>το</i>- / -<i>τη</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ὀπτῶ</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ὀπτός]]). Κατά μία [[άποψη]], το ρ. <i>φοιτῶ</i> [[είναι]] σύνθ. από ένα δυσερμήνευτο προθεματικό <i>φοι</i> και έναν αμάρτυρο τ. επαναληπτικού ρ. <i>ἰτάω</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. [[εἶμι]] «[[πηγαίνω]], [[έρχομαι]]», <b>πρβλ.</b> ρηματ. επίθ. [[ἰτητέον]], [[ἰτός]], λατ. <i>ito</i> «[[πηγαίνω]], [[συχνάζω]]»). Το ρ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή ως β' συνθετικό στο ανθρωπωνύμιο <i>apiqoita</i>, τ. ο [[οποίος]] θα οδηγούσε στην [[υπόθεση]] ενός αρκτικού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- για το ρ. <i>φοιτῶ</i>. Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι το ρ. συνδέεται με το λετ(ον)ικό <i>gaita</i> «[[πορεία]]» δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι ο τ. αυτός [[πρέπει]] να ενταχθεί [[μάλλον]] στην [[οικογένεια]] του ρ. [[βαίνω]]. Το ρ. <i>φοιτῶ</i> απαντά ως β' συνθετικό ονομάτων με τις μορφές -[[φοίτης]] ([[πρβλ]]. [[οὐρανοφοίτης]]) και -<i>φοιτος</i> ( | |mltxt=φοιτῶ, -άω και ιων. τ. -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συχνάζω]]<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] σε [[σχολείο]], [[παρακολουθώ]] μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[είμαι]] [[φοιτητής]], [[σπουδάζω]] σε ανώτατο ή ανώτερο εκπαιδευτικό [[ίδρυμα]] («φοιτά στη φιλοσοφική»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για λόγο, [[φήμη]], [[δόξα]] ή για θεολογικό [[δόγμα]]) διαδίδομαι πολύ ή διαδίδομαι [[γρήγορα]], εξαπλώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιφέρομαι εδώ κι [[εκεί]] («φοίτων [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] κατὰ στρατόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> κινούμαι, [[γυρίζω]] σαν [[τρελός]] («φοιτῶντ' ἄνδρα μανιάσιν νόσοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για τις Βάκχες και για τους ιερείς της Κυβέλης) περιφέρομαι εδώ κι [[εκεί]] υπό την [[επήρεια]] έκστασης ή μανίας<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]] άνδρα ή [[γυναίκα]] με σκοπό τη σαρκική [[επαφή]]<br /><b>5.</b> (για όνειρο) εμφανίζομαι [[συχνά]] σε κάποιον, τον [[καταδιώκω]] («[[πολλάκις]] μοι φοιτῶν τὸ αὐτὸ [[ἐνύπνιον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον ως [[φίλος]], με φιλική [[διάθεση]]<br /><b>7.</b> (για γιατρό) [[ασκώ]] το επάγγελμά μου πηγαίνοντας από [[πόλη]] σε [[πόλη]]<br /><b>8.</b> (για πράγμ. και, [[κυρίως]], για [[εμπόρευμα]]) εισάγομαι [[κάπου]]<br /><b>9.</b> (για [[τέλος]], για [[φόρο]]) εισπράττομαι καθημερινά ή σε τακτά χρονικά διαστήματα<br /><b>10.</b> (για χρονική [[στιγμή]]) [[επανέρχομαι]] [[περιοδικώς]]<br /><b>11.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[εμμηνορρυσία]] και για [[κένωση]] εντέρων) συντελούμαι σε ορισμένα χρονικά διαστήματα<br /><b>12.</b> (για νόσο) [[προσβάλλω]] κάποιον [[συχνά]]<br /><b>13.</b> (για [[φυσικό]] [[φαινόμενο]]) [[επέρχομαι]] [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. ρ., το οποίο εμφανίζει κατάλ. -<i>τάω</i> / -<i>τῶ</i> ([[πρβλ]]. [[ἀρτῶ]], [[ὀπτῶ]], [[σκιρτῶ]]) που απαντά [[συνήθως]] σε ρ. παράγωγα ονομάτων σε -<i>το</i>- / -<i>τη</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ὀπτῶ</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ὀπτός]]). Κατά μία [[άποψη]], το ρ. <i>φοιτῶ</i> [[είναι]] σύνθ. από ένα δυσερμήνευτο προθεματικό <i>φοι</i> και έναν αμάρτυρο τ. επαναληπτικού ρ. <i>ἰτάω</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. [[εἶμι]] «[[πηγαίνω]], [[έρχομαι]]», <b>πρβλ.</b> ρηματ. επίθ. [[ἰτητέον]], [[ἰτός]], λατ. <i>ito</i> «[[πηγαίνω]], [[συχνάζω]]»). Το ρ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή ως β' συνθετικό στο ανθρωπωνύμιο <i>apiqoita</i>, τ. ο [[οποίος]] θα οδηγούσε στην [[υπόθεση]] ενός αρκτικού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- για το ρ. <i>φοιτῶ</i>. Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι το ρ. συνδέεται με το λετ(ον)ικό <i>gaita</i> «[[πορεία]]» δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι ο τ. αυτός [[πρέπει]] να ενταχθεί [[μάλλον]] στην [[οικογένεια]] του ρ. [[βαίνω]]. Το ρ. <i>φοιτῶ</i> απαντά ως β' συνθετικό ονομάτων με τις μορφές -[[φοίτης]] ([[πρβλ]]. [[οὐρανοφοίτης]]) και -<i>φοιτος</i> ([[πρβλ]]. [[νυκτίφοιτος]]), τα οποία έχουν σχηματιστεί [[είτε]] απευθείας από το ρ. [[φοιτώ]] [[είτε]] μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. <i>φοι</i>-<i>τᾶ</i> (<b>πρβλ.</b> τα σύνθ. σε -<i>κοιτης</i> / -<i>κοιτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]]). Τέλος, [[εκτός]] από τον ενεστ. <i>φοιτῶ</i>, -<i>άω</i>, απαντά στην Ιωνική και τ. <i>φοιτῶ</i>, -<i>έω</i>, ενώ ο τ. δυϊκού <i>φοιτήτην</i> έχει προέλθει από έναν αμάρτυρο τ. αθέματου ενεστ. <i>φοιτᾱμι</i>]. | ||
}} | }} |