3,273,653
edits
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ο [[ήχος]] που παράγεται από τον λάρυγγα και τη στοματική [[κοιλότητα]] ανθρώπων και ζώων, [[λαλιά]]<br /><b>2.</b> [[κραυγή]] (α. «έβγαλε μια [[φωνή]], που μέ κούφανε» β. «ὑπὸ δέους... ἔρρηξε φωνήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναφώνηση]], [[ξεφωνητό]], [[οχλοβοή]] (α. «τί φωνές και [[κακό]] [[είναι]] αυτό;» β. «ἤκουσα ὡς φωνὴν ὄχλου πολλοῦ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] στην [[ποίηση]]) [[ήχος]] αψύχων (α. «η [[φωνή]] του δάσους» β. «φωνὴ ὑδάτων», ΚΔ)<br /><b>5.</b> η [[γλώσσα]] (α. «η ελληνική [[φωνή]]» β. «τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φωνήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «με μια [[φωνή]]» και «μιᾷ φωνῇ» — ομόφωνα<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> (στην ΠΔ) «φωνῇ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» — λέγεται σε περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες μια σωστή [[υπόδειξη]] αντιμετωπίζεται με [[αδιαφορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> η [[ικανότητα]] εκπομπής ήχων [[κατά]] την [[ομιλία]], [[αλλά]] και το [[σύνολο]] τών ήχων που παράγονται από τις περιοδικές δονήσεις τών φωνητικών χορδών του λάρυγγα<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> α) η [[χρησιμοποίηση]] του συστήματος παραγωγής ήχων του ανθρώπου με σκοπό τη [[δημιουργία]] ενός μέλους<br />β) [[μέρος]] μιας μουσικής σύνθεσης («κύρια [[φωνή]]» — η [[φωνή]] τενόρο)<br /><b>3.</b> (σχετικά με μουσ. όργανο) [[μουσικός]] [[φθόγγος]], [[νότα]] («από το [[ακορντεόν]] λείπουν δύο φωνές»)<br /><b>4.</b> [[τρόπος]] εκτέλεσης τραγουδιού (α. «πρώτη [[φωνή]]» β. «δεύτερη [[φωνή]]» γ. «[[τρίτη]] [[φωνή]]»)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> [[γραμματική]] [[κατηγορία]] του ρήματος η οποία εκφράζεται γλωσσικά με το καταληκτικό ρηματικό [[μόρφημα]] και καθορίζει την [[λειτουργική]] [[σχέση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] ρήματος και υποκειμένου στα πλαίσια της πρότασης (α. «ενεργητική [[φωνή]]» — η [[φωνή]] με την οποία δηλώνεται η [[ενέργεια]] του υποκειμένου, λ.χ. [[κτίζω]] β. «παθητική [[φωνή]]» — η [[φωνή]] με την οποία δηλώνεται ότι το [[υποκείμενο]] πάσχει, δέχεται, υφίσταται την [[ενέργεια]] κάποιου άλλου, του ποιητικού αιτίου, λ.χ. <i>κτίζομαι</i><br />γ. «[[μέση]] [[φωνή]]» — η [[φωνή]] με την οποία δηλώνεται ότι το [[υποκείμενο]] [[είναι]] ταυτόχρονα [[πρόξενος]] και [[αποδέκτης]] μιας πράξης, λ.χ. [[κουρεύομαι]])<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βάζω]] [ή [[μπήγω]]] τις φωνές» — [[φωνάζω]] με [[οργή]] για να επιπλήξω κάποιον, [[ξεφωνίζω]] ή [[καλώ]] σε [[βοήθεια]]<br />β) «η [[φωνή]] του αίματος» — η ενδόμυχη [[παρόρμηση]] εκδίκησης για φόνο στενού συγγενή<br />γ) «[[βγάζω]] [μια] [[φωνή]]» — [[φωνάζω]] σε κάποιον που [[είναι]] [[μακριά]] να σταθεί<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[φωνή]] λαού, [[οργή]] Θεού» — δηλώνει τη [[μεγάλη]] και αποτελεσματική [[δύναμη]] της λαϊκής κινητοποίησης, στην οποία υποκύπτουν οι πάντες<br />β) «[[κατά]] [[φωνή]] κι ο [[γάιδαρος]]» — λέγεται για απροσδόκητη [[εμφάνιση]] ενός προσώπου την ώρα ακριβώς που γίνεται [[λόγος]] γι' αυτόν<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ φωνῆς»<br />([[συχνά]] σε κώδικες συγγραμμάτων) δηλώνει ότι το [[σύγγραμμα]] αποτελεί [[προϊόν]] υπαγόρευσης και όχι ιδιόχειρης εργασίας <b>(Δουκάγγ.)</b><br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> λεκτική [[διατύπωση]], [[δήλωση]]<br /><b>2.</b> [[ικανότητα]] για [[ομιλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολεμική [[ιαχή]]<br /><b>2.</b> (για πουλιά και, [[κυρίως]], για [[αηδόνι]]) [[κελάηδημα]], [[τραγούδι]]<br /><b>3.</b> α) [[κάθε]] [[έναρθρος]] [[ήχος]] («στοιχεῖόν ἐστι φωνὴ [[ἀδιαίρετος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (ειδικότερα) ο [[ήχος]] τών φωνηέντων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ήχο τών συμφώνων<br /><b>4.</b> [[ρήση]], [[ρητό]] («τὴν Σιμωνίδου φωνήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φήμη]]<br /><b>6.</b> [[διάλεκτος]] («κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φωνήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[λέξη]]<br /><b>8.</b> [[μήνυμα]]<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φωναί</i><br />οι παραλλαγές, οι τόνοι της φωνής<br /><b>10.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>φωνῇ</i><br />μεγαλοφώνως<br /><b>11.</b> <b>παροιμ.</b> α) «φωνῇ... ὁρῶ» — λεγόταν για τυφλό άνθρωπο (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φωνήν ἱέντα» — λεγόταν για κάποιον που έκανε [[χρήση]] οποιουδήποτε μέσου (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φω</i>-<i>νή</i>, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bh</i><i>ā</i>- του ρ. [[φημί]] με [[επίθημα]] -<i>νη</i> ( | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ο [[ήχος]] που παράγεται από τον λάρυγγα και τη στοματική [[κοιλότητα]] ανθρώπων και ζώων, [[λαλιά]]<br /><b>2.</b> [[κραυγή]] (α. «έβγαλε μια [[φωνή]], που μέ κούφανε» β. «ὑπὸ δέους... ἔρρηξε φωνήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναφώνηση]], [[ξεφωνητό]], [[οχλοβοή]] (α. «τί φωνές και [[κακό]] [[είναι]] αυτό;» β. «ἤκουσα ὡς φωνὴν ὄχλου πολλοῦ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] στην [[ποίηση]]) [[ήχος]] αψύχων (α. «η [[φωνή]] του δάσους» β. «φωνὴ ὑδάτων», ΚΔ)<br /><b>5.</b> η [[γλώσσα]] (α. «η ελληνική [[φωνή]]» β. «τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φωνήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «με μια [[φωνή]]» και «μιᾷ φωνῇ» — ομόφωνα<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> (στην ΠΔ) «φωνῇ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» — λέγεται σε περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες μια σωστή [[υπόδειξη]] αντιμετωπίζεται με [[αδιαφορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> η [[ικανότητα]] εκπομπής ήχων [[κατά]] την [[ομιλία]], [[αλλά]] και το [[σύνολο]] τών ήχων που παράγονται από τις περιοδικές δονήσεις τών φωνητικών χορδών του λάρυγγα<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> α) η [[χρησιμοποίηση]] του συστήματος παραγωγής ήχων του ανθρώπου με σκοπό τη [[δημιουργία]] ενός μέλους<br />β) [[μέρος]] μιας μουσικής σύνθεσης («κύρια [[φωνή]]» — η [[φωνή]] τενόρο)<br /><b>3.</b> (σχετικά με μουσ. όργανο) [[μουσικός]] [[φθόγγος]], [[νότα]] («από το [[ακορντεόν]] λείπουν δύο φωνές»)<br /><b>4.</b> [[τρόπος]] εκτέλεσης τραγουδιού (α. «πρώτη [[φωνή]]» β. «δεύτερη [[φωνή]]» γ. «[[τρίτη]] [[φωνή]]»)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> [[γραμματική]] [[κατηγορία]] του ρήματος η οποία εκφράζεται γλωσσικά με το καταληκτικό ρηματικό [[μόρφημα]] και καθορίζει την [[λειτουργική]] [[σχέση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] ρήματος και υποκειμένου στα πλαίσια της πρότασης (α. «ενεργητική [[φωνή]]» — η [[φωνή]] με την οποία δηλώνεται η [[ενέργεια]] του υποκειμένου, λ.χ. [[κτίζω]] β. «παθητική [[φωνή]]» — η [[φωνή]] με την οποία δηλώνεται ότι το [[υποκείμενο]] πάσχει, δέχεται, υφίσταται την [[ενέργεια]] κάποιου άλλου, του ποιητικού αιτίου, λ.χ. <i>κτίζομαι</i><br />γ. «[[μέση]] [[φωνή]]» — η [[φωνή]] με την οποία δηλώνεται ότι το [[υποκείμενο]] [[είναι]] ταυτόχρονα [[πρόξενος]] και [[αποδέκτης]] μιας πράξης, λ.χ. [[κουρεύομαι]])<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βάζω]] [ή [[μπήγω]]] τις φωνές» — [[φωνάζω]] με [[οργή]] για να επιπλήξω κάποιον, [[ξεφωνίζω]] ή [[καλώ]] σε [[βοήθεια]]<br />β) «η [[φωνή]] του αίματος» — η ενδόμυχη [[παρόρμηση]] εκδίκησης για φόνο στενού συγγενή<br />γ) «[[βγάζω]] [μια] [[φωνή]]» — [[φωνάζω]] σε κάποιον που [[είναι]] [[μακριά]] να σταθεί<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[φωνή]] λαού, [[οργή]] Θεού» — δηλώνει τη [[μεγάλη]] και αποτελεσματική [[δύναμη]] της λαϊκής κινητοποίησης, στην οποία υποκύπτουν οι πάντες<br />β) «[[κατά]] [[φωνή]] κι ο [[γάιδαρος]]» — λέγεται για απροσδόκητη [[εμφάνιση]] ενός προσώπου την ώρα ακριβώς που γίνεται [[λόγος]] γι' αυτόν<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ φωνῆς»<br />([[συχνά]] σε κώδικες συγγραμμάτων) δηλώνει ότι το [[σύγγραμμα]] αποτελεί [[προϊόν]] υπαγόρευσης και όχι ιδιόχειρης εργασίας <b>(Δουκάγγ.)</b><br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> λεκτική [[διατύπωση]], [[δήλωση]]<br /><b>2.</b> [[ικανότητα]] για [[ομιλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολεμική [[ιαχή]]<br /><b>2.</b> (για πουλιά και, [[κυρίως]], για [[αηδόνι]]) [[κελάηδημα]], [[τραγούδι]]<br /><b>3.</b> α) [[κάθε]] [[έναρθρος]] [[ήχος]] («στοιχεῖόν ἐστι φωνὴ [[ἀδιαίρετος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (ειδικότερα) ο [[ήχος]] τών φωνηέντων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ήχο τών συμφώνων<br /><b>4.</b> [[ρήση]], [[ρητό]] («τὴν Σιμωνίδου φωνήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φήμη]]<br /><b>6.</b> [[διάλεκτος]] («κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φωνήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[λέξη]]<br /><b>8.</b> [[μήνυμα]]<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φωναί</i><br />οι παραλλαγές, οι τόνοι της φωνής<br /><b>10.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>φωνῇ</i><br />μεγαλοφώνως<br /><b>11.</b> <b>παροιμ.</b> α) «φωνῇ... ὁρῶ» — λεγόταν για τυφλό άνθρωπο (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φωνήν ἱέντα» — λεγόταν για κάποιον που έκανε [[χρήση]] οποιουδήποτε μέσου (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φω</i>-<i>νή</i>, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bh</i><i>ā</i>- του ρ. [[φημί]] με [[επίθημα]] -<i>νη</i> ([[πρβλ]]. [[ποινή]]). Η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghwen</i>- «[[αντηχώ]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>zvonŭ</i>, ρωσ. <i>zvon</i> «[[ήχος]]») δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φωνίδα]](-<i>ίς</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φωνάριον]], [[φωνήεις]], [[φωνίον]], [[φωνώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φωνικός]], [[φώνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φωνάσκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φωνάκλα]], [[φωνάρα]], [[φωναράς]], [[φωναχτός]], [[φωνίτσα]], [[φωνούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[φωνασκώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φωνοβόλος]], [[φωνομαχώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φωνόμιμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φωνοκτυπώ]], [[φωνολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φωναγγειογράφημα]], [[φωναγγειογραφία]], [[φωναγωγός]], [[φωνασθένεια]], [[φωνενδοσκόπηση]], [[φωνενδοσκοπία]], [[φωνενδοσκόπιο]], [[φωνενδοσκοπώ]], [[φωνιατρική]], [[φωνογραφία]], <i>φωνόγραφος</i>, [[φωνοθήκη]], [[φωνοκαρδιογραφία]], [[φωνοκινητικός]], [[φωνοκοπώ]], [[φωνοληψία]], [[φωνόλιθος]], [[φωνολογία]], [[φωνομετρία]], [[φωνόμετρο]], <i>φωνομίμηση</i>, [[φωνομοντάζ]], [[φωνοπάθεια]], [[φωνοσκόπιο]], [[φωνοσπασμία]], [[φωνοταινία]], [[φωνοφοβία]], [[φωνωδία]]. (Β' συνθετικό) [[αγριόφωνος]], [[αλλόφωνος]], [[ασύμφωνος]], [[άφωνος]], [[βαθύφωνος]], [[βαρβαρόφωνος]], [[γλυκύφωνος]], [[γυναικόφωνος]], [[δίφωνος]], [[ετερόφωνος]], [[εύφωνος]], [[ημίφωνος]], [[ισχνόφωνος]], [[κακόφωνος]], [[καλλίφωνος]], [[λαμπρόφωνος]], [[λαρυγγόφωνος]], [[λεπτόφωνος]], [[μακρόφωνος]], [[μεγαλόφωνος]], [[μονόφωνος]], [[μυριόφωνος]], [[ξενόφωνος]], [[ομόφωνος]], [[οξύφωνος]], [[παράφωνος]], [[ποικιλόφωνος]], [[πολύφωνος]], [[σύμφωνος]], [[ταυτόφωνος]], [[τραχύφωνος]], [[τρίφωνος]], [[υψηλόφωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγλαόφωνος]], [[αιολόφωνος]], <i>ακριτόφωνος</i>, <i>αντίφωνος</i>, <i>αρτίφωνος</i>, [[αυτόφωνος]], [[βαρύφωνος]], [[δευτερόφωνος]], [[διάφωνος]], [[δύσφωνος]], <i>εικελόφωνος</i>, [[έμφωνος]], <i>εναντιόφωνος</i>, [[εννεάφωνος]], [[επτάφωνος]], [[ευρύφωνος]], [[ηδύφωνος]], [[ηερόφωνος]], [[ημερόφωνος]], [[θηλύφωνος]], [[θρασύφωνος]], [[ιμερόφωνος]], [[ισχυρόφωνος]], [[καινόφωνος]], [[κερατόφωνος]], [[κοιλόφωνος]], <i>λάφωνος</i>, [[λιγυμακρόφωνος]], [[λιγύφωνος]], [[μαλακόφωνος]], [[μαλθακόφωνος]], [[ματαιόφωνος]], [[μαψίφωνος]], [[μελάμφωνος]], [[μελλιχόφωνος]], [[μικρόφωνος]], [[ξηρόφωνος]], [[ογκόφωνος]], [[οικειόφωνος]], [[οικτρόφωνος]], [[ολιγόφωνος]], [[ολόφωνος]], [[πάμφωνος]], [[παντόφωνος]], [[παχύφωνος]], [[στενόφωνος]], [[στρηνόφωνος]], [[ταχύφωνος]], [[τραυλόφωνος]], [[τρομαλεόφωνος]], [[υπάφωνος]], [[υστερόφωνος]], [[υψόφωνος]], [[φιλόφωνος]], [[χαλκόφωνος]], [[χαριτόφωνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αηδονόφωνος]], [[αλβανόφωνος]], <i>απειρόφωνος</i>, <i>αρρενόφωνος</i>, [[βλαχόφωνος]], <i>βραχνόφωνος</i>, <i>βραχύφωνος</i>, [[βροντόφωνος]], [[γλυκόφωνος]], [[ελληνόφωνος]], [[ισόφωνος]], [[λιγυρόφωνος]], [[μεσόφωνος]], [[οδοντόφωνος]], [[οκτάφωνος]], [[ομοιόφωνος]], [[ουρανισκόφωνος]], [[πεντάφωνος]], [[ρινόφωνος]], [[σλαβόφωνος]], [[τετράφωνος]], [[τουρκόφωνος]], [[υψίφωνος]], [[χαμηλόφωνος]], [[χειλεόφωνος]], <i>χιλιόφωνος</i>, <i>χοντρόφωνος</i>, <i>χρυσόφωνος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |